5 ψήφοι

Dramas
Η ιστορία της περιοχής του σημερινού Δήμου Δοξάτου από την προϊστορική περίοδο μέχρι και το 19ο αιώνα βασίζεται κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα και όχι σε αναφορές σε ιστορικές πηγές. Για το λόγο αυτόν η ιστορική εξέλιξη στην περιοχή μας πρέπει να ενταχθεί σε ένα γενικότερο ιστορικό περίγραμμα που θα αφορά την ευρύτερη περιοχή της Δράμας, επειδή γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη και στην περιοχή της Δράμας αφορούν άμεσα και τα σημερινά δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου μας, τον Άγιο Αθανάσιο, το Δοξάτο, το Κεφαλάρι και τα Κύργια. Η ιστορία της περιοχής της Δράμας χωρίζεται σε πέντε περιόδους: προϊστορική (50000-700 π.Χ.), αρχαία (700-146 π.Χ.), ρωμαϊκή (146 π.Χ.-324 μ.Χ.), βυζαντινή (324-1383 μ.Χ.) και νεότερη (1383-σήμερα).



Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στα όρια του σημερινού νομού Δράμας εντοπίζονται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (50000 π.Χ.), πρόκειται για νομάδες κυνηγούς στις περιοχές του Σπηλαίου των πηγών του Αγγίτη (Μααράς), του Βώλακα, των Ποταμών και του Αρκουδορέματος. Θέσεις οικισμών Μέσης και Ύστερης Νεολιθικής Εποχής (5500-3000 π.Χ., πρώτοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και της Εποχής του Χαλκού (3000-1050 π.Χ.) έχουν εντοπιστεί σε: Άνω Συμβολή, Δοξάτο (Δοξάτ Τεπέ), Δράμα (Αρκαδικός), Καλαμπάκι (Καλαμπάκ Τεπέ, Συκιά), Καλλίφυτο, Καλό Αγρό, Κεφαλάρι, Κουδούνια (SOFTEX), Μεγαλόκαμπο, Μικρόκαμπο (Γκέρανι), Μυλοπόταμο (χωριό, Μπουνάρ Μπασί, Ζωοδόχος Πηγή), Νικηφόρο, Ξηροπόταμο (Προφήτης Ηλίας), Πετρούσα (Μικρή και Μεγάλη Τούμπα), Πλατανιά, Ποταμούς (Εσκί Μπόροβο), Σιταγρούς και Φιλίππους (Ντικιλί Τας). Θέσεις της Εποχής του Σιδήρου (1050-700 π.Χ.) εντοπίστηκαν στην Εξοχή, στο Μικρόκαμπο (Γκέρανι) και στην Πλατανιά.
Στην πεδιάδα ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Νέστο και από τη λίμνη Κερκινίτιδα μέχρι το Παγγαίον όρος κατοικούσε το θρακικό –η σημερινή Ανατολική Μακεδονία ήταν τμήμα της αρχαίας Θράκης– φύλο των Ηδωνών. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα άρχισε ο αποικισμός της Θάσου και των παραλίων της σημερινής Μακεδονίας από τις πόλεις της Νότιας Ελλάδας, ενώ οι πολιτιστικές σχέσεις των θρακικών φύλων με τη Θάσο και τις αποικίες της συνεχίστηκαν και με τους Αθηναίους κατά την κλασική εποχή (Εννέα Οδοί-Αμφίπολη).
Ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας κατέλαβε την περιοχή το 356 π.Χ., την ενσωμάτωσε στο βασίλειο της Μακεδονίας, εκμεταλλεύτηκε τα μεταλλεία του Παγγαίου και με τα αποθέματα χρυσού προχώρησε στην έκδοση χρυσών στατήρων. Οικισμοί των αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (ιστορικοί χρόνοι) εντοπίστηκαν σε: σπήλαιο πηγών Αγγίτη, Άγιο Αθανάσιο, Αγορά Κυργίων, Αδριανή, Άνω Συμβολή, Αργυρούπολη, Βαθύλακκο, Γραμμένη, Δασωτό, Δοξάτο, Δράμα, Καλαμπάκι, Καλαμώνα, Καλή Βρύση, Καλλιθέα, Καλλίφυτο, Καλό Αγρό, Κεφαλάρι, Μακρυπλάγι, Μαρμαριά, Μικρομηλιά, Μικρόπολη, Ξηροπόταμο, Πετρούσα, Πλατανιά, Ποταμούς, Προσοτσάνη, Πύργους, Σιταγρούς, Χαριτωμένη, Χωριστή. Τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι ο θησαυρός των 860 αργυρών νομισμάτων του Φιλίππου Β΄ από τους Ποταμούς και το ιερό του Διονύσου στην Καλή Βρύση (χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους). Η πόλη της Δράμας των ιστορικών χρόνων χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η Δράμα αποτέλεσε κώμη (vicus) της λατινικής αποικίας των Φιλίππων –ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ. Τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής –μιλιάριο από το Καλαμπάκι, ρωμαϊκή επιγραφή στην οποία αναφέρεται η ύπαρξη πανδοχείου στη Μαυρολεύκη και γέφυρα που σωζόταν μέχρι το 1937 στη Μαυρολεύκη– αποκαλύπτουν ότι η Εγνατία οδός στην πορεία της από την Αμφίπολη προς τους Φιλίππους περνούσε από τη βόρεια πλευρά του Παγγαίου και από την περιοχή Καλαμπακίου-Μαυρολεύκης.
Η περιοχή της Δράμας, με θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο τους Φιλίππους, αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453 μ.Χ.). Την περιοχή λεηλάτησαν οι Ούννοι (435-447), οι Οστρογότθοι (471-473) και οι Βούλγαροι (Συμεών 893-927 και Σαμουήλ 976-1014) κατά την πρωτοβυζαντινή (324-565) και τη μεσοβυζαντινή (565-1081) περίοδο.
Η πόλη της Δράμας αναφέρεται αρχικά από τον Εβραίο Βενιαμίν από την Τουδέλη της Ισπανίας (1159-1173, αναφέρει ότι στην πόλη κατοικούσαν 140 Εβραίοι) και από το Βυζαντινό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη (αναφέρει ότι την περίοδο 1185-1191 στην πόλη διέμενε ο πρώην σεβαστοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός). Στη Δράμα παρέμειναν επίσης ο κουροπαλάτης Αλέξιος Μανιάκης κατά το 12ο αιώνα και η σύζυγος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) Ειρήνη Παλαιολογίνα κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα (αναφορά από τον Βυζαντινό ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά).
Το πολίχνιον ή κάστρον της Δράμας και η περιοχή της καταλήφτηκε από τους Λατίνους της Δ΄ Σταυροφορίας λίγους μήνες μετά από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1204 και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Το 1223/4 όμως ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1215-1230) κατέλαβε την πόλη της Δράμας και διοικητής-επίτροπος της πόλης ορίστηκε ο Γεώργιος Κίνναμος (1224/5-1230). Το 1230 η περιοχή της Δράμας καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους, αλλά το 1245/6 την κατέκτησε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας (1204-1261) Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης (1222-1254) και μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης στις 25 Ιουλίου 1261 από το στρατό της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας αποτέλεσε τμήμα της αναγεννημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο μόνος γνωστός Βυζαντινός διοικητής της πόλης κατά την παλαιολόγεια περίοδο (1261-1453) ήταν ο Λέων Καλόγνωμος, προκαθήμενος Δράμας (1317-1322, αναφέρεται σε έγγραφα του Αγίου Όρους και σώζεται σφραγίδα του).
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός (1347-1354) αναφέρει τη Δράμα περιγράφοντας κινήσεις στρατευμάτων στα τέλη του 1327 και τις αρχές του 1328 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου-Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1321-1328) και την άνοιξη του 1342 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον ίδιο τον Καντακουζηνό και τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1347), αναφέρει επίσης και την κώμη Κωδωνιανή (Κουδούνια).
Το 1345 ο ηγεμόνας της Σερβίας Στέφανος Δουσάν (1331-1355) κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία (τις Σέρρες στις 25 Σεπτεμβρίου 1345) εκτός από τη Χριστούπολη (Καβάλα). Κατά τη διάρκεια της σερβικής παρουσίας στη Δράμα (1345-1371) διοικητής της πόλης ήταν ο Σέρβος καίσαρας Βοΐχνας. Μετά τη μάχη του Έβρου στις 26 Σεπτεμβρίου 1371, όπου οι Τούρκοι νίκησαν τους Σέρβους, ο Βυζαντινός διοικητής της Θεσσαλονίκης δεσπότης Μανουήλ Παλαιολόγος κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία, αλλά το 1383 οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή (τις Σέρρες στις 19 Σεπτεμβρίου 1383).
Μετά την τουρκική κατάκτηση της Δράμας, η πόλη εποικίστηκε από Τούρκους από τη Μικρά Ασία. Στα τέλη του 17ου αιώνα (1667) ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί περιέγραψε την πόλη της Δράμας, ενώ ο γνωστότερος διοικητής της πόλης υπήρξε ο Μαχμούτ Δράμαλης πασάς (1780-1822). Η οικονομική ακμή της πόλης κατά τους 17ο και 18ο αιώνες στηρίχτηκε στην καλλιέργεια του ρυζιού και του βαμβακιού και το 19ο αιώνα στην καλλιέργεια του καπνού. Από το 1902 μέχρι το 1910 Μητροπολίτης Δράμας ήταν ο Εθνομάρτυρας Άγιος Χρυσόστομος Καλαφάτης (1868-1922).
Η πόλη και η περιοχή της Δράμας καταλήφτηκαν από τους Βουλγάρους τον Οκτώβριο του 1912 κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά ελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό την 1η Ιουλίου 1913 κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Ακολούθησε δεύτερη βουλγαρική κατοχή την περίοδο 1916-1918 κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τρίτη βουλγαρική κατοχή 1941-1944 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το βράδυ της 28ης προς την 29η Σεπτεμβρίου 1941 ομάδες ανταρτών των κατοίκων της Δράμας και χωριών του νομού επιτέθηκαν σε κοινοτικά καταστήματα και αστυνομικούς σταθμούς των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής, αλλά ακολούθησε η Σφαγή της Δράμας. Η Εξέγερση της Δράμας ήταν από τα πρώτα κινήματα των λαών της Ευρώπης κατά του Άξονα και οργανώθηκε από την Κομματική Οργάνωση Δράμας του ΚΚΕ. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 η περιοχή της Δράμας απελευθερώθηκε από τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Άγιος Αθανάσιος

Ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και στο Κεφαλάρι, 1 χλμ. από τον Άγιο Αθανάσιο και 500 μ. από τις πηγές της Βοϊράνης, εντοπίστηκαν μέλη και κεραμικά όστρακα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του αρχαίου –θρακικού και μακεδονικού– οικισμού της Βοϊράνης. Ο Μερτζίδης αναφέρει αυθαίρετα ότι η Μπόριανη ονομαζόταν Απολλωνία κατά την αρχαιότητα και μέχρι το 12ο μ.Χ. αιώνα, οπότε μετονομάστηκε σε Βοϊράνη και στη συνέχεια Μπόριανη από τους Τούρκους, εμπλέκοντας ουσιαστικά την πιερική παράλια Απολλωνία με τη μυγδονική μεσόγεια Απολλωνία και την «Απολλωνία» στην περιοχή της Βοϊράνης. Επειδή δεν υπάρχουν πηγές που να αναφέρονται στη Βοϊράνη κατά την αρχαία (θρακική και μακεδονική), τη ρωμαϊκή ή τη βυζαντινή περίοδο, αν και τη συνεχή κατοίκηση κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά ευρήματα, πιθανολογείται (σύμφωνα με την προφορική παράδοση και τις αφηγήσεις των πρώτων Ελλήνων προσφύγων το 1922) ότι η ονομασία του οικισμού ήταν Βοϊράνη και από τους Τούρκους έγινε Boyran (=Μπόριανη) αλλά και ότι η λέξη Βοϊράνη παρέπεμπε στη βοή των ρεόντων νερών (βοή + ρέω) από τις πηγές. Ο όρος Μπόριανη αναφέρεται το 17ο αιώνα σε χειρόγραφο της Μονής της Παναγίας της Αχειροποιήτου του Παγγαίου: Ἐμπώργιανη (φ. 74), μπόριανη (φ.77v). Μετά την απελευθέρωση της περιοχής της Δράμας από τον Ελληνικό Στρατό το 1913, η Μπόριανη αποτέλεσε κοινότητα το 1922 και μετονομάστηκε σε Άγιος Αθανάσιος το 1927.
Παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα από τη Βασιλική Β΄ των Φιλίππων βρέθηκαν στον Άγιο Αθανάσιο (στην παλαιά ενοριακή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής). Το 1971 σε ανασκαφή που διενεργήθηκε κοντά στις Πηγές Βοϊράνης, ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και το Κεφαλάρι, αποκαλύφθηκε κτιριακό συγκρότημα το οποίο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 5ου μ.Χ. αιώνα. Το τμήμα του κτιρίου –ανήκε πιθανόν σε πλούσια έπαυλη– που αποκαλύφθηκε περιλάμβανε ληνούς (πατητήρια για το πάτημα των σταφυλιών) και αποθήκες με πιθάρια στο ισόγειο του κτίσματος. Το ψηφιδωτό δάπεδο που το 1980 καθαρίστηκε, συντηρήθηκε και τοποθετήθηκε μπροστά στην είσοδο του Μουσείου των Φιλίππων προερχόταν από τον πρώτο όροφο αυτού του συγκροτήματος.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Άγιος Αθανάσιος, όπως και το Δοξάτο, αναπτύχθηκε λόγω της καπνοκαλλιέργειας. Έλληνες από την Ήπειρο είχαν εγκατασταθεί στον Άγιο Αθανάσιο (Μπόργιανη) ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά την ανταλλαγή των προσφύγων το 1922/3 και την αναχώρηση των Τούρκων κατοίκων της κωμόπολης στην κωμόπολη εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Σαράντα Εκκλησιές, Κεσσάνη, Γέννα, Σαρακίνα), την Ανατολική Ρωμυλία (Μπογιαλίκ), τον Πόντο (Κερασούντα, Μπάφρα, Τραπεζούντα) και τη Μικρά Ασία.
Κατά την Εξέγερση του 1941 επίθεση ανταρτών πραγματοποιήθηκε κατά του κοινοτικού καταστήματος και του Βούλγαρου κοινοτάρχη στον Άγιο Αθανάσιο. Οι κάτοικοι της κωμόπολης την εγκατέλειψαν λόγω της άφιξης βουλγαρικού αποσπάσματος, αλλά 8 άτομα συνολικά από τον Άγιο Αθανάσιο εκτελέστηκαν τις μέρες εκείνες και τον Ιούνιο του 1942 από τις βουλγαρικές αρχές.

Δοξάτο

Ευρήματα της προϊστορικής εποχής από την τούμπα Δοξάτ Τεπέ –βρίσκεται μεταξύ της Φτελιάς και του Καλαμπακίου, 1.200 μ. περίπου ανατολικά από τη γέφυρα της Τάφρου του Δοξάτου– πιστοποιούν την ύπαρξη νεολιθικού οικισμού στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού Δοξάτου. Στη συγκεκριμένη προϊστορική θέση βρέθηκαν φιάλες (μαύρη διακόσμηση σε κόκκινο φόντο, διακόσμηση με γραφίτη, με κόκκινη καφέ ή μαύρη στιλβωμένη επιφάνεια, εγχάρακτη διακόσμηση με επίθετη λευκή ύλη στις εγχαράξεις), «πυξίδες», πίθοι, σφοντύλια και ειδώλια (ανθρώπου, ζώου και πτηνού) της Μέσης (5600-5250 π.Χ.) και Ύστερης (5250-3200 π.Χ.) Νεολιθικής Εποχής.
Η κατοίκηση της περιοχής του Δοξάτου συνεχίστηκε και στους ιστορικούς χρόνους και ελληνιστικός οικισμός εντοπίστηκε στην κωμόπολη. Η παράδοση στις ιπποδρομίες υπήρχε από την αρχαιότητα στην περιοχή Δοξάτου-Φιλίππων, επειδή ο Παυσανίας περιγράφοντας τα αγάλματα στην αρχαία Ολυμπία αναφέρει και ένα που ανήκε στον ιπποτρόφο Λάμπο που είχε πατρίδα του τους Φιλίππους. Μετά την μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ. μικρές κοινότητες ιδρύθηκαν από Ρωμαίους στρατιώτες και προφανώς και στο Δοξάτο, όπου βρέθηκαν 20 λατινικές επιγραφές. Μαρμάρινες λατινικές επιγραφές έχουν βρεθεί στο Δοξάτο, είτε εντοιχισμένες στα σπίτια, στα πηγάδια, στο πλακόστρωτο και στο εσωτερικό του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου του Δοξάτου είτε χρησιμοποιούμενες ως ταφόπλακες από τους Τούρκους. Πρόκειται για 3 τιμητικές επιγραφές, 1 ψήφισμα και 16 επιτύμβιες επιγραφές, σε μία από τις οποίες αναφέρονται οι κάτοικοι-Vicani… του Δοξάτου χωρίς όμως να σώζεται και το όνομα αυτής της ρωμαϊκής κώμης.
Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο χρονολογούνται και τα δύο κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού τα οποία αποτελούν, σε δεύτερη χρήση, βάσεις ξύλινων κιόνων στο μεσαίο κλίτος του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου του Δοξάτου.
Μετά την κατάληψη της περιοχής οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στα πεδινά, στον Άγιο Αθανάσιο (Μπόργιανι) και στο Κεφαλάρι (Μπουνάρ Μπασί), ενώ οι Χριστιανοί πιθανόν συγκεντρώνονται στο Δοξάτο. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας καλλιεργούνταν ρύζι, βαμβάκι και καπνός και ήδη το 1600 το Δοξάτο ήταν μία πλούσια και όμορφη κωμόπολη.
Σε χειρόγραφο του 17ου αιώνα (με πολλά αρχαιότερα μνημονευόμενα τοπωνύμια) από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Αχειροποίητου του Παγγαίου αναφέρεται ο όρος Δοξάτο (Δοξάτου). Η ονομασία του Δοξάτου οφείλεται πιθανόν στη θέση του στον ευρύ κάμπο –δοξάτο είναι το ευρύχωρο δωμάτιο του πρώτου ορόφου στα παραδοσιακά μακεδονικά σπίτια.
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή το 17ο αιώνα αναφέρεται στο Δοξάτο: Κατά την εκ Καβάλας προς Βορράν πορείαν μου, διήλθον εκ του χωρίου Μπόργιανι (Άγιος Αθανάσιος) και μετά ολίγην ώραν έφθασα εις κωμόπολιν που λέγεται Δοξάτον. Η κωμόπολις αύτη κειμένη εις ωραίαν τοποθεσίαν περιβάλλεται από κήπους και αμπελώνας και περιλαμβάνει τριακοσίας οικίας, ένα τέμενος, ένα ιεροσπουδαστήριον, λουτρόν και μερικά καταστήματα.
Μετά την Επανάσταση του 1821 το Δοξάτο εξελίχθηκε σε σημαντικό οικονομικό –λόγω της εξαγωγής των παραγόμενων στην περιοχή του ποσοτήτων καπνού– και πολιτιστικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας.
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο Δοξάτο κτίστηκε, σύμφωνα με επιγραφή στη δυτική όψη, το 1867 και είναι τρίκλιτη βασιλική με περίστωα και γυναικωνίτη. Η κόγχη του ιερού εξωτερικά κοσμείται με τυφλά αψιδώματα. Σε επαφή με το δυτικό τοίχο βρίσκεται το καμπαναριό, κτισμένο το 1893 με λαξευτή πέτρα κατά το ισοδομικό σύστημα. Οι εικόνες του τέμπλου αναφέρουν το ζωγράφο Στέργιο από το Νευροκόπι, έχουν επιγραφές αφιερωτών και εκτός από δύο, που ανήκουν στο 1843, οι υπόλοιπες είναι του 1870.
Το 1885 το Δοξάτο είχε 1.300 κατοίκους, 900 Έλληνες και 400 μουσουλμάνους, ενώ το 1910 είχε 2.400 κατοίκους, 1.300 Έλληνες και 1.100 μουσουλμάνους. Το 1876 διατηρούσε, με δαπάνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητος, αρρεναγωγείο και το 1878-1879 λειτουργούσε και παρθεναγωγείο. Πριν την καταστροφή της μαρτυρικής κωμόπολης λειτουργούσαν ένα εξατάξιο αρρεναγωγείο, στο οποίο διδάσκονταν 160 μαθητές από 5 δασκάλους, ένα πεντατάξιο παρθεναγωγείο και ένα νηπιαγωγείο, στα οποία διδάσκονταν 90 μαθήτριες και 127 νήπια από 4 δασκάλες. Στις 9 και 10 Ιανουαρίου του 1927 πραγματοποιήθηκε στο Δοξάτο το Β΄ Τοπικό Παιδαγωγικό Συνέδριο. Το 1874 ιδρύθηκε η φιλεκπαιδευτική αδελφότητα «Οι Φίλιπποι», που διατηρούσε ένα οργανωμένο αναγνωστήριο για τους νέους –ήταν ένα τριώροφο κτίριο δίπλα στο ιερό του ναού του Αγίου Αθανασίου, το αναγνωστήριο κατεδαφίστηκε από τους Βουλγάρους το 1943. Το 1879 αναφέρεται και μια Αρχαιολογική Εταιρεία που είχε ως σκοπό τη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού και περισυλλογή αρχαιολογικών θησαυρών και ζωντανών γλωσσικών μνημείων του λαού, προσπάθεια που απέσπασε την επιδοκιμασία της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Επίσης, στο Δοξάτο υπήρχαν ένας μουσικός όμιλος (φιλαρμονική), ένας δραματικός όμιλος, μία «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών» και το 1909 η αδελφότης «Ομόνοια» με πρόεδρο τον Δ. Κοτρότση, γραμματέα τον Ι. Μπέτσο και γιατρό τον Ιω. Σαιρφαρίκα. Το 1908 κτίστηκε στο Δοξάτο καινούριο διδακτήριο με ερανική προσφορά των κατοίκων και ολοκληρώθηκε το 1909 –καταστράφηκε το 1913 και ανακατασκευάστηκε το 1924. Η θεμελίωσή του έγινε από τον Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο. Το διδακτήριο είχε 13 αίθουσες, δύο γραφεία, δύο αποθήκες και πλακόστρωτη στέγη με τρεις τρούλους και η δαπάνη του ανήλθε στις 5.000 τουρκικές χρυσές λίρες. Στη στέγη του διδακτηρίου γίνονταν μυστικές συσκέψεις για τον απελευθερωτικό αγώνα. Πρωτοπόρος στο Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή της Δράμας ήταν ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος. Στα σχολεία του Δοξάτου φοίτησαν αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα και το 1902 είχε οργανωθεί η Επιτροπή Άμυνας Δοξάτου.
Η περιοχή της Δράμας κατελήφθη από τους Βουλγάρους τον Οκτώβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, αλλά ελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό την 1η Ιουλίου 1913, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή της Δράμας οι Βούλγαροι κατέστρεψαν την κωμόπολη του Δοξάτου. Στις 26 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το Δοξάτο και σχηματίστηκε ελληνική ομάδα πολιτοφυλακής που απέκρουσε επίθεση των Βουλγάρων στις 28 Ιουνίου. Μετά την απελευθέρωση της Καβάλας η οπισθοφυλακή των Βουλγάρων που υποχωρούσαν προς τη Δράμα μέσω του Δοξάτου δέχτηκε πυρά από Έλληνες στρατιώτες χωρίς να υπάρξουν θύματα. Με αφορμή αυτό το γεγονός οι Βούλγαροι αποφάσισαν να στραφούν κατά του Δοξάτου. Η επίθεση του βουλγαρικού στρατού (με πεζικό, ιππικό και 4 πυροβόλα) άρχισε στις 7 το πρωί της Κυριακής της 30ής Ιουνίου. Οι κάτοικοι του Δοξάτου που βρίσκονταν στο ναό του Αγίου Αθανασίου έτρεξαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες, μαζί με 30 περίπου Τούρκους της κωμόπολης, λόγχιζαν αδιάκριτα άνδρες, γυναίκες και παιδιά, εισέβαλαν στα σπίτια, τα λαφυραγωγούσαν και τα πυρπολούσαν –συνολικά δολοφόνησαν 650 άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πυρπόλησαν 240 σπίτια και 80 καταστήματα.
Επειδή με την καταστροφή του Δοξάτου ισοπεδώθηκε σχεδόν το σύνολο του οικισμού, το Δοξάτο εντάχθηκε στην ομάδα πόλεων και χωριών της Ανατολικής Μακεδονίας όπου προγραμματίστηκε η οργανωμένη ανοικοδόμηση (ήδη από το 1919 η Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως είχε στείλει στη Δράμα 30 εμπειροτέχνες τοπογράφους και μηχανικούς). Το σχέδιο ρυμοτομίας του Δοξάτου –ορθογώνιος κάνναβος με κάποιες αποκλίσεις από την απόλυτη κανονικότητα– του 1923 αγνόησε τον παλαιότερο ιστορικό πολεοδομικό ιστό του Δοξάτου, με αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της παραδοσιακής κλίμακας και της μορφολογίας του οικισμού του 19ου αιώνα. Οι περισσότερες νέες κατοικίες (Βογιατζή, Ζιγκίλη) άρχισαν να ανεγείρονται στη δεκαετία του 1920, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η έντονη διακοσμητική διάθεση, συνδυασμένη με την επιλεκτική νοοτροπία, έδωσε μια σειρά από παραδείγματα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής. Οι περισσότερες είναι διώροφες κατοικίες και περιβάλλονται από ελεύθερο χώρο. Το ισόγειο είναι ενιαίο και χρησίμευε ως χώρος εργασίας για την αρχική ταξινόμηση του καπνού. Στον όροφο τοποθετούνται οι χώροι υποδοχής και τα υπνοδωμάτια, ακολουθώντας την τυπική διάταξη με την κεντρική σάλα και τα δωμάτια εκατέρωθεν. Ένα τρίτο επίπεδο με μικρό ύψος, στο οποίο περιλαμβανόταν και η στέγη, χρησίμευε για το στέγνωμα του καπνού. Οι κατασκευές ήταν μικτές από πέτρα και πλίνθους με ανθεκτικά κονιάματα. Τα οριζόντια διαφράγματα, η στέγη και τα κουφώματα ήταν ξύλινα. Το μορφολογικό και διακοσμητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις κύριες όψεις των κτιρίων. Ο κλασικισμός αναγνωρίζεται από την αναζήτηση της συμμετρίας μέσα από τη μελέτη των αναλογιών και τον τρόπο που τα μέρη εντάσσονται στο σύνολο και συνδυάζεται με στοιχεία της Art nouveau, της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Οι συνθέσεις του ζωγραφικού διακόσμου είναι επηρεασμένες από ευρωπαϊκά πρότυπα της Art nouveau και η σχέση ανάμεσα στο φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο φαίνεται ισόρροπη. Στη χρωματική κλίμακα κυριαρχούν οι απαλοί και γλυκείς τόνοι, που ορισμένες φορές ανήκουν στο ίδιο βασικό χρώμα. Το Δοξάτο αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα της μεθόδου εφαρμογής των νέων αρχών της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής στα γεωργικά κέντρα της επαρχίας του βορειοελλαδικού χώρου.
Μετά το 1922 στην περιοχή του Δοξάτου καταφτάνουν Έλληνες πρόσφυγες από τη Θράκη, τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Καππαδοκία και τον Πόντο, ενώ από το τέλος του 19ου αιώνα στην περιοχή είχαν εγκατασταθεί Έλληνες έμποροι από την Ήπειρο.
Το βράδυ (στις 9) της 28ης Σεπτεμβρίου 1941 μία ομάδα ανταρτών (25-33 άτομα) με ορμητήριο το Τσαλ Νταγ (όρη Λεκάνης) και με αρχηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό, δικηγόρο Χρήστο Καλαϊτζίδη από τον Νικηφόρο μπήκε στο Δοξάτο και πήρε τους άντρες της ομάδας του χωριού από τα σπίτια τους. Στις 11 το βράδυ οι αντάρτες επιτέθηκαν και πυρπόλησαν το σταθμό χωροφυλακής του Δοξάτου, σκότωσαν 8 και τραυμάτισαν άλλους Βούλγαρους χωροφύλακες. Ανάμεσα στους Βούλγαρους τραυματίες ήταν και ο Νομάρχης Δράμας Βασίλ Γκεοργκίεφ, ο οποίος είχε σπεύσει στο Δοξάτο μαζί με 16 χωροφύλακες και ένοπλους πολίτες. Οι αντάρτες στη συνέχεια κατέφυγαν στο Τσαλ Νταγ και τους ακολούθησαν 200 περίπου Δοξατινοί.
Τις πρωινές ώρες της 29ης Σεπτεμβρίου βουλγαρικό απόσπασμα μπήκε στο Δοξάτο, ενώ βουλγαρικό αεροπλάνο βομβάρδισε τα ακρινά σπίτια. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν 200 περίπου κατοίκους, τους οδήγησαν στο σπίτι του Πέτρου Ηλιάδη κοντά στη θέση «Πευκάκια» και ολόκληρο το βράδυ μέχρι και τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου οδηγούσαν ομάδες των 15-20 ατόμων σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, στο δρόμο προς την Αδριανή, για εκτέλεση. Σύμφωνα με τους Δ. Πασχαλίδη και Χατζηαναστασίου, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν στο Δοξάτο 182 Έλληνες (166 ντόπιους και 16 από άλλες περιοχές) ενώ 18 Δοξατινοί σκοτώθηκαν σε άλλες περιοχές –σύνολο 200 θύματα.

Κεφαλάρι

Προϊστορικός οικισμός έχει εντοπιστεί (βρέθηκαν όστρακα) στο Κεφαλάρι, 1 χλμ. περίπου ανατολικά του Αγίου Αθανασίου και 500 μ. περίπου δυτικά των Πηγών Βοϊράνης.
Ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και στο Κεφαλάρι, κοντά στις πηγές της Βοϊράνης, εντοπίστηκαν τμήματα κτιρίων, επιγραφές, κεραμικά όστρακα και κομμάτια σαρκοφάγων που μαρτυρούν ότι και εκεί υπήρχε ρωμαϊκή κώμη. Στους πρόποδες του Κεφαλαρίου αποκαλύφθηκε το 1989 τμήμα του ρωμαϊκού αγωγού που υδροδοτούσε τους Φιλίππους από τις πηγές Βοϊράνης. Το σωζόμενο τμήμα του αγωγού που αποκαλύφτηκε είχε μήκος 65 μ. προς τα νοτιοανατολικά. Εξωτερικά η οροφή του αγωγού είναι αψιδωτή και γενικά ο αγωγός κατασκευάστηκε με μικρές ακανόνιστες πέτρες. Εσωτερικά η κατασκευή του αγωγού (με εσωτερικές διαστάσεις πλάτος 0,80 μ. και συνολικό ύψος 1,20 μ.) είναι πολύ επιμελημένη. Πήλινες πλάκες καλύπτουν τον πυθμένα του και τα πλευρικά τοιχώματά του διαμορφώνονται από στρώση ασβεστολιθικού κονιάματος, πάνω στο οποίο επιστρώθηκε λεπτότερο υδραυλικό επίχρισμα. Σε απόσταση 11,45 μ. από το βορειοδυτικό άκρο του σωζόμενου τμήματος του αγωγού αποκαλύφτηκε φρεάτιο εξαερισμού (με εξωτερικές διαστάσεις 1,70 μ. Χ 1,50 μ.). Το τμήμα αυτό του αγωγού στο Κεφαλάρι σχετίζεται άμεσα με σωζόμενο τμήμα αγωγού στο λόφο των Φιλίππων και με το υδραγωγείο της ρωμαϊκής αποικίας, το οποίο χρονολογείται στο 2ο μ.Χ. αιώνα.
Ρωμαίοι εγκαταστάθηκαν και στην ακρόπολη του Κεφαλαρίου, στο λόφο της Παναγίας, ο οποίος κατοικήθηκε μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους (στην κορυφή του λόφου βρέθηκαν ρωμαϊκά όστρακα). Στο λόφο της Παναγίας, όπου πιθανόν είχε εγκαταστήσει το στρατόπεδό του ο Βρούτος το 42 π.Χ., βρέθηκε το 1961 ορειχάλκινος λύχνος του 4ου μ.Χ. αιώνα. Πρόκειται για λύχνο (ύψους 0,14 μ. και πλάτους 0,14 μ. περίπου) που έχει τη μορφή γονατισμένου βάρβαρου αιχμαλώτου. Ο λύχνος αποτελείται από το σώμα, που γέμιζε λάδι το οποίο χυνόταν από την οπή που βρίσκεται στο λαιμό του βαρβάρου, το κεφάλι, που συγκρατιέται με έναν μεντεσέ στο πίσω τμήμα του λαιμού, και αλυσίδα μήκους 0,35 μ. μαζί με γάντζο. Τα χαρακτηριστικά του βαρβάρου (πλατύ σαρκώδες πρόσωπο, στρογγυλό και ελαφρά προτεταμένο πηγούνι, κοντή μύτη, σκεπασμένο από τα μαλλιά μέτωπο) ανήκουν πιθανόν σε γερμανικής καταγωγής αιχμάλωτο, ο οποίος εμφανίζεται με λυγισμένα γόνατα και δεμένα χέρια και φορά κοντή χειριδωτή χλαμύδα, δερμάτινα υποδήματα και περιλαίμιο δούλου.
Ο εντοπισμός το 1978 ακρόπολης ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων στην οχυρή θέση Παναγιά, στα βόρεια του Κεφαλαρίου, μαρτυρεί τη συνέχιση της κατοίκησης στο Κεφαλάρι και κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της ύστερης Τουρκοκρατίας (τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ού αιώνα) στο Κεφαλάρι, το οποίο ονομαζόταν τότε Μπουνάρμπασι, λειτουργούσαν 6 υδρόμυλοι. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και στο χωριό εγκαταστάθηκαν ελληνικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο.
Τα αντίποινα των Βουλγάρων για την Εξέγερση του 1941 είχαν συνέπεια τη δολοφονία ενός γεωργού από το Κεφαλάρι.

Κύργια

Η κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής των Κυργίων εντοπίζεται σύμφωνα με αρχαιολογικά δεδομένα στην προϊστορική περίοδο. Στον κάμπο των Κυργίων εντοπίστηκαν αρχαιολογικές θέσεις στον Άνω Σταύλο και στις Λεύκες Καλαμώνα, 500 μ. δυτικά του Καλαμώνα και 2,5 χλμ. βορειοδυτικά του χωριού. Σε τρεις από αυτές τις θέσεις βρέθηκε νεολιθική κεραμική, σε δύο κεραμική Εποχής Χαλκού, σε τρεις κεραμική Εποχής Σιδήρου και σε όλες τις θέσεις όστρακα ιστορικών χρόνων.
Η κατοίκηση στην περιοχή των Κυργίων συνεχίστηκε και κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Στην περιοχή ανάμεσα στην Αδριανή και την Αγορά περισυλλέχθηκε κορινθιακή κεραμική του τρίτου τέταρτου του 6ου π.Χ. αιώνα και στην Αγορά εντοπίστηκε ελληνιστικός οικισμός. Στην περιοχή του κάμπου ανάμεσα στα Κύργια και τον Καλαμώνα αποκαλύφθηκε το 1980 νεκροταφείο ελληνιστικών χρόνων και από δύο συλημένους κιβωτιόσχημους τάφους συγκεντρώθηκαν θραύσματα από χρυσό στεφάνι. Επίσης, στα υψώματα της Αγοράς Πλαγιά και Ξεροβούνι εντοπίστηκαν οχυρώσεις.
Μετά τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ. μικρές κοινότητες (vici) ιδρύθηκαν από Ρωμαίους στρατιώτες στην Ανατολική Μακεδονία και στη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων υπαγόταν και η κώμη των Κυργίων. Η ανεύρεση αρχιτεκτονικών μελών, σαρκοφάγων, λατινικών επιγραφών (στο Βαθυχώρι): [r(es) p]ublica col(onia) Iul(ia) Aug(usta) P[hilippensia)]…sub curatione…q(uaestoris) / pr(o) pr(aetore) et cur[atoris r(ei) p(ublicae) Phil(ippensis)], ενεπίγραφης επιτύμβιας πλάκας (κοντά στα Κύργια): T(itus) Flavius / T(iti) f(ilius) Vol(tinia) / dec(urio P[hilip](pensium) / Flavia Macr[i] / na filia, ενός ρωμαϊκού βωμού (κοντά στα Κύργια) με την επιγραφή: Abrocomae / Caesi Victori[s] Niger actor, μαρτυρούν την ύπαρξη ρωμαϊκής κώμης στην περιοχή κατά το 2ο μ.Χ. αιώνα. Επίσης, κοντά στις Πηγές Βοϊράνης, ανάμεσα στον Άγιο Αθανάσιο και το Κεφαλάρι, εντοπίστηκαν τμήματα κτιρίων, επιγραφές και κομμάτια σαρκοφάγων που μαρτυρούν ότι υπήρξε και στη θέση εκείνη ρωμαϊκή κώμη.
Στο Ζυγάκτη ή το μικρό Ιορδάνη, που πηγάζει από τις Πηγές Βοϊράνης, βαφτίστηκε η πρώτη χριστιανή στην Ευρώπη, η Λυδία, στο σημερινό ομώνυμο χωριό.
Τα Κύργια κατά την αρχαιότητα πιθανόν ονομάζονταν Κρίφλα (τοποθετείται στους πέντε πυρήνες που αποτέλεσαν αργότερα το συνοικισμό των Κυργίων) και κατά την Τουρκοκρατία Κιρ, λέξη που σημαίνει ξηρός τόπος. Η τούρκικη ονομασία του χωριού διατηρήθηκε από τους Έλληνες και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, επειδή τα καπνά της περιοχής ήταν γνωστά με την ονομασία kir-basma. Στους 17 εκτεταμένους μαχαλάδες (οικισμούς) των Κυργίων: Μπουτζάκ ή Τεκερλί ή Μαμουτλί (Βαθύσπηλο), Ντουρακλί (Τραχεία), Χιμετλί (Αγάπη), Κασαπλί ή Ουζούν-αλάρ (Υψηλόν), Οργαντζή (Κύργια), Αραπλί (Βαθυχώρι), Ντισμετλί (Πηγάδια), Πάζαρλαρ (Αγορά), Καβακλί (Αίγειρος), Δεμιρτζόγιαννη (Περιστεριά), Γιαστόργιαννη (Πολύπετρο), Κέτσιλικ (Μεσοκόρυφο), Ασά-μαχαλά (Ευρύπεδο), Ασά-Μπαγλάρ (Ξηρόχωμα) και στους εγκαταλελειμμένους οικισμούς Βεράκϊοι, Μπόραλικ και Κούρτσιλερ, ζούσαν μόνον Τούρκοι. Οι διατηρημένοι σήμερα παραδοσιακοί οικισμοί είναι αυτοί της Αγοράς, της Περιστεριάς και των Κυργίων.
Γύρω στο 1880 εγκαταστάθηκαν στα Κύργια Έλληνες μικροέμποροι, μπακάληδες και φουρνάρηδες από την Ήπειρο. Επειδή τα Κύργια είχαν συμπαγή τουρκικό πληθυσμό, οι 10 περίπου Έλληνες των Κυργίων μετέβαιναν για να εκκλησιαστούν στο Δοξάτο, στην Αδριανή ή στη Χωριστή. Το 1912 οι λιγοστοί Έλληνες ακούγοντας φήμες ότι ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Καβάλα, ύψωσαν την ελληνική σημαία, αλλά οι Βούλγαροι τους κυνήγησαν στα βουνά και αφού συνέλαβαν τους Δημήτριο Λούπα, Ζήση Μπακόπουλο και Δημήτριο Γαϊτάνο τους εκτέλεσαν. Αργότερα στο σημείο της εκτέλεσης οι αδελφοί Κωτούλα θα ανεγείρουν το Μνήμα Κωτούλα, στη μνήμη των συμπατριωτών τους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών στα Κύργια, όπου διέμεναν πλέον 5-6 οικογένειες Ηπειρωτών, εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Αδριανούπολη, Μακρά Γέφυρα, Σαράντα Εκκλησιές), τον Πόντο (Κερασούντα, Σαμψούντα, Τραπεζούντα), τη Μικρά Ασία (Δαρδανέλια, Ικόνιο, Καισάρεια, Καππαδοκία, Νίγδη, Πριήνη, Προύσα, Σμύρνη, Σώκια) και το 1924 εγκατέλειψαν τα Κύργια οι 3.500 περίπου Τούρκοι κάτοικοί τους.
Οι πρώτες εκκλησίες που λειτούργησαν στους οικισμούς των Κυργίων ήταν: ο Άγιος Δημήτριος στα Κύργια, ο Άγιος Γεώργιος στην Αγάπη, ο Άγιος Νικόλαος στο Βαθυχώρι, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στο Βαθύσπηλο και η Γέννηση της Θεοτόκου στο Ευρύπεδο. Στην περιοχή των Κυργίων χτίστηκαν αργότερα ναοί: η Αγία Τριάδα και οι Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος στα Κύργια, ο Άγιος Γεώργιος στο Κεφαλάρι, και εξωκλήσια: η Ζωοδόχος Πηγή (Μοναστηράκι) και η Αγία Παρασκευή στα Κύργια, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στο Βαθύσπηλο, ο Άγιος Παντελεήμων στα Πηγάδια, οι Άγιοι Ταξιάρχες στην Αγάπη, ο Άγιος Γεώργιος στις Πηγές Βοϊράνης και οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, τα Εισόδια της Θεοτόκου, ο Προφήτης Ηλίας και ο Άγιος Νικόλαος στην αρχαία ακρόπολη του Κεφαλαρίου.
Μετά τον Απρίλιο του 1941 και την εισβολή των Γερμανών και στη συνέχεια των Βουλγάρων άρχισε η Κατοχή και στην περιοχή της Δράμας. Οι Έλληνες της περιοχής μας προσπάθησαν να αντισταθούν στους διωγμούς των Βουλγάρων και οργάνωσαν ένοπλη εξέγερση. Σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Εξέγερσης της Δράμας το Σεπτέμβριο του 1941 έπαιξε η κομματική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα Κύργια, την οποία επισκεπτόταν συχνά ο ηγέτης των ανταρτών Παντελής Χαμαλίδης. Η τοπική οργάνωση των Κυργίων είχε γραμματέα τον τσαγκάρη Αργύρη Κρόκο, αδελφό του γραμματέα του Περιφερειακής Επιτροπής Καβάλας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Θεόκλητου Κρόκου. Κάτοικοι των Κυργίων είχαν κινητοποιηθεί ήδη από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής για τη συγκρότηση ένοπλης ομάδας και από τον Ιούλιο του 1941 είχαν ανέβει οι πρώτοι αντάρτες στη θέση Τσίμπλα. Η επιλογή των Κυργίων δεν ήταν τυχαία. Στα Κύργια υπήρχε προπολεμικά σημαντική οργάνωση της κομμουνιστικής νεολαίας (αχτίδα) με υπεύθυνο τον Ατματζίδη και μετά από τη μεταξική δικτατορία, οπότε δέχτηκε ισχυρό πλήγμα, αναδιοργανώθηκε μετά τον Απρίλιο του 1941. Επίσης, τα Κύργια βρίσκονταν πολύ κοντά στις βάσεις των ανταρτών στο βουνό και το αντάρτικο κρησφύγετο στην περιοχή των Κυργίων αποτέλεσε το σημείο συνάντησης του Μακεδονικού Γραφείου της Θεσσαλονίκης, της κομματικής οργάνωσης της Δράμας και της κομματικής οργάνωσης της Καβάλας.
Στις 10 το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 1941 αντάρτες του Τσαλ Νταγ με επικεφαλής τον Στάθη Σπαθάρα έφτασαν στα Κύργια και αφού συναντήθηκαν με τον Αργύρη Κρόκο και τους ένοπλους κατοίκους που είχαν επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Ηρακλή Μελετιάδη, επιτέθηκαν κατά του αστυνομικού καταστήματος και σκότωσαν έναν Βούλγαρο αστυνομικό και τον Έλληνα διερμηνέα της Κοινότητας στο σπίτι του. Από το ταμείο της Κοινότητας Κυργίων ο αντάρτες προμηθεύτηκαν χρήματα, δύο γραφομηχανές και ρούχα, κατέστρεψαν τα αρχεία και την επόμενη ημέρα πήραν προϊόντα και αποθηκευμένα τρόφιμα. Ο Βούλγαρος πρόεδρος της Κοινότητας, ένας χωροφύλακας και ένας κοινοτικός υπάλληλος του χωριού που είχαν πάει για κυνήγι στην ορεινή Περιστεριά με υποκίνηση του Αργύρη Κρόκου, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στις 3 Οκτωβρίου 1941 από αντάρτες.
Μέχρι τις 2 Οκτωβρίου κανείς Βούλγαρος δεν τόλμησε να πλησιάσει στα Κύργια, επειδή οι βάσεις και η πλειοψηφία των ανταρτών βρίσκονταν στα ορεινά της περιοχής αυτής. Στις 3 Οκτωβρίου ο Βούλγαρος διοικητής της Αστυνομίας της Δράμας μαζί με έναν κοινοτικό υπάλληλο και έναν αστυνομικό κατευθύνθηκε με αυτοκίνητο προς τα Κύργια για ανίχνευση, αλλά στην είσοδο του χωριού μία ομάδα ανταρτών (Χαράλαμπος Λαζός, Ηρακλής Μελετιάδης, Δεληγιάννης Παπαδόπουλος, Στέφανος Παπαδόπουλος, Περικλής Γκοτζαμάνης και Χρήστος Γκοτζαμάνης) με επικεφαλής τον Μανώλη Ζεϊμπέκη τους έστησε ενέδρα, οι τρεις Βούλγαροι σκοτώθηκαν και μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου κατάφερε να σωθεί. Την ημέρα αυτή βουλγαρικό αεροπλάνο βομβάρδισε τα Κύργια αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να καταφύγουν στο βουνό. Και την επόμενη ημέρα, 4 Οκτωβρίου, συνεχίστηκε ο βομβαρδισμός του κεντρικού συνοικισμού των Κυργίων με αποτέλεσμα να καταστραφούν από πυρκαγιά περίπου 200 σπίτια και μαγαζιά. Ακόλουθα, Βούλγαροι στρατιώτες εισέβαλαν στα Κύργια, σκότωσαν όσους απέμειναν στο χωριό, λεηλάτησαν τα σπίτια και έπειτα απόσπασμα Βουλγάρων σκότωσε ομάδα ηλικιωμένων στο Πολύπετρο. Στις 4 Οκτωβρίου στο Καράορμαν εκτελέστηκαν από τους Βουλγάρους άνδρες των Κυργίων, οι οποίοι παραδόθηκαν μαζί με γυναικόπαιδα νομίζοντας ότι δεν θα τους σκοτώσουν. Στις 6 Οκτωβρίου οι Βούλγαροι ειδοποίησαν τους κρυμμένους στο βουνό Κυργιώτες ότι δόθηκε αμνηστία και μετά την επιστροφή τους αρκετοί από αυτούς συνελήφθησαν και στάλθηκαν στις φυλακές της Δράμας. Επίσης, στις 20 Μαρτίου 1942 ο συλληφθείς από τους Βούλγαρους αντάρτης Κυριάκος Γεωργόπουλος εκτελέστηκε με λιθοβολισμό στην πλατεία των Κυργίων, τον Απρίλιο του έτους αυτού οι Ιορδάνης Σαββίδης, Στέλιος Ροδίτης και Μανώλης Σαμπάνης εκτελέστηκαν με βασανιστήρια στην περιοχή των Κυργίων και την 1η Ιουνίου του έτους αυτού επίσης εκτελέστηκε στη Δράμα, σύμφωνα με απόφαση του βουλγαρικού Στρατοδικείου Ξάνθης, ο πρωτεργάτης της Εξέγερσης της Δράμας στα Κύργια Αργύρης Κρόκος. Συνολικά οι Κυργιώτες που εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν με ξυλοδαρμό από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια ή και μετά την Εξέγερση της Δράμας ήταν 144 άτομα, στην Αγορά υπήρξαν 3 θύματα, στον Αίγειρο εκτελέστηκε 1 γεωργός και 4 θύματα είχε η Περιστεριά.