Σημείωση "Δοξατινών Νέων": Η παρακάτω ιστορία δεν είναι, δυστυχώς, διήγημα τρόμου κάποιου ευφάνταστου συγγραφέα.. Συνέβη εδώ στο Δοξάτο, αρχές Αυγούστου 2012..
Το κείμενο και οι φωτογραφίες απεστάλησαν στα "Δοξατινά Νέα" μέσω e-mail και τα μεταφέρω εδώ ως έχουν.
Το κείμενο περιέχει φρικιαστικές περιγραφές και καλό είναι όσοι δεν έχουν πολλές αντοχές να μην το διαβάσουν..
Ο ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΡΙΑ
ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΠΟΤ
Είναι μια
ζεστή,καλοκαιρινή νύχτα,στο Δοξάτο.Ο Τόλης κάθεται στην αυλή,και ασχολείται με
τον φορητό υπολογιστή του.
Ακούει ένα γρύλλισμα, σαν
κλάμα κουταβιού,στο δρόμο.Ένα κουταβάκι είναι μόνο του και δεν ξέρει που να
πάει.Κινδυνεύει να το πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Το παίρνει στην
αγκαλιά.Είναι σαν μια άσπρη,μαλλιαρή μπαλίτσα.Το σκυλάκι,σταματά το κλάμα.
Την άλλη μερα, ρωτούν στη
γειτονιά,μήπως είναι κάποιου από γύρω.Όχι.Μάλλον το εγκατέλειψαν…
Το κράτησε.Η οικογένεια
το δέχτηκε με χαρά.Είχε μια καφέ βούλα στο μάτι,και το ονόμασαν «ΣΠΟΤ».
Ο Σποτ μεγάλωνε, αλλά
παρέμεινε μικρόσωμος.Σαν μια γάτα.Έγινε ένα πανέμορφο και έξυπνο σκυλάκι.
Το επόμενο καλοκαίρι,ο
Σποτ έγινε ο ακόλουθος του Γιώργου, του πατέρα της οικογένειας.
Μόλις έβαζε μπρος το
αυτοκίνητο, ο Σποτ από κοντα. Έτρεχε πίσω ή δίπλα με απίστευτη ταχύτητα και
αντοχή. Στο καφενείο του Μπορμπόκη, έγινε ο πιο αγαπητός θαμώνας του μαγαζιου.
Σποτ, ο ένας, σποτ ο
άλλος, τον χάϊδευαν και τον καμάρωναν.Αυτός καθόταν ανάμεσα στα τραπέζια ή σε
μια γωνιά, κι όταν τον φώναζαν πλησίαζε,κουνώντας την ουρά του,και κοίταζε με
τα γκριζοπράσινα ματάκια του ευγνωμονώντας για την αγάπη που του έδιναν.
-
Να προσέχεις
Γιώργο να μην τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο, έλεγε ο Χρήστος.
-
Ο ταχύτερος
δρομέας της περιοχής είναι ο Σποτ, υπστήριζε ο Μιχάλης.
-
Σποτ, είσαι η
μασκότ του μαγαζιού, τον κολάκευε ο Γιάννης.
-
Έλα εδώ, ρε
σποτάκι, τον φώναζε ο δάσκαλος και άπλωνε το χέρι του. Και ο Σποτ, σαν καλός
και υπάκουος μαθητής,πήγαινε κοντά στο γηραιό δάσκαλο για να τον χαϊδέψει.
Ο Νίκος
πίνοντας το ποτό του,του πετούσε φυστίκια, και έκανε χάζι με τον τρόπο που τα
έτρωγε.
Ο Λάκης,
έβαζε κάθε μέρα στην τσέπη του μπισκοτάκια και του τα έδινε ένα ένα. Κι ο Σποτ
μόλις τον έβλεπε πήγαινε μπροστά του, περιμένοντας το δώρο του.
Ο
Γιώργος ο καταστηματάρχης έριχνε σε μια λακούβα νερό, για να πιεί ο Σποτ.
Η
ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Είναι
Κυριακή πρωί, αρχές Αυγούστου 2012.
Ο
Γιώργος και η Αθηνά πίνουν τον καφέ τους στην αυλή.
-
Που είναι
σήμερα ο Σποτ;
-
Κάπου εδώ
κοντά θα είναι. Φώναξέ τον.
Όμως, o Σποτ
παρά τις φωνές και το κάλεσμα,δεν εμφανίστηκε. Οι γειτόνισες από δίπλα, άκουσαν
τις φωνές και ήρθαν κοντά.
Αυτό κι
αυτό, το σκυλάκι σας το σκότωσαν οι απέναντι. Τα είδαμε όλα χθες γύρω στα
μεσάνυχτα.Καθόμασταν έξω στο μπαλκόνι γιατί είχε πολύ ζέστη.Αυτοί δεν μας
έβλεπαν.
Και
εξιστορούν με κάθε λεπτομέρεια,τις φρικιαστικές εικόνες που είδαν.
Ο Σποτ
είδε ανοιχτή την αυλόπορτα και μπήκε μέσα στην αυλή.
Οι
«καλοί γειτόνες»,αντί να τον διώξουν, έκλεισαν την πόρτα και τον εγκλώβισαν
μέσα.
Επί ένα
δεκάλεπτο,τρία άτομα, ο γείτονας, ο νεαρός Αλβανός, γιος της Αλβανίδας γυναίκας
του, και ένας φίλος έφηβος κι αυτός Αλβανός,κυνηγούσαν τον Σποτ με τα παλούκια
για να τον λιντσάρουν!
Το
σκυλάκι δεν ήξερε που να κρυφτεί.Τρομοκρατημένο,έτρεχε στις γωνίες και πίσω από
τις γλάστρες!
Οι
δολοφόνοι του όμως ήταν αμείληκτοι.
Τον
λιάνισαν με τα παλούκια και με το τσαπί,σαν να σκότωναν το πιο άγριο και
επικίνδυνο θηρίο.
Το
χτύπησαν με τόση λύσσα που δεν μπορεί να σκεφτεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Η Αθηνά
άκουγε με φρίκη την περιγραφή.Πήγε απέναντυ στην αυλή τους.Ήταν γεμάτη αίματα.
Έβγαλε μια κραυγή πόνου και απελπισίας.
-
Το σκότωσαν
Γιώργο,το σκότωσαν. Σκότωσαν τον Σποτ οι φονιάδες!
Ακούει
τις φωνές ο αχαρακτήριστος γείτονας και φωνάζει με προκλητικό θράσος.
-
Ναι μωρή, εγώ
το σκότωσα! Να το συμμαζεύατε το κοπρόσκυλό σας!Να τα δένετε τα σκυλιά σας!Με
δάγκωσε και το σκότωσα!
-
Εσείς, του
λέει η γειτόνισσα, το κυνηγούσατε να το σκοτώσετε πολλή ώρα! Το τσαλαπατούσες
τραυματισμένο!Και λες ότι το σκότωσες επειδή σε δάγκωσε; Μη λες ψέμματα.Τα
είδαμε όλα.
Μετά από
δύο μέρες, ο Πέτρος,γείτονας κι αυτός, είδε τον Σποτ πεταμένο μέσα στο
καπνοχώραφο της Στέλλας.
-Ήταν
γνωστός ο Σποτ.Ερχόταν στην αυλή μας και έπαιζαν με το δικό μας σκυλάκι.Δεν τον
γνώρισα.
-Ήταν
κατακκόκινος από τα αίματα.
Τα αυτιά
του ήταν κουρελιασμένα. Η μουσούδα του κομμένη. Το κεφάλο του πολτοποιημένο.Το
κορμί του μια μάζα χωρίς κόκκαλα.Σκέφτηκα ότι τον πάτησε φορτηγό...
Στο καφενείο του Μπορμπόκη, το νέο έπεσε σαν
βόμβα. Καποιοι δεν κοιμήθηκαν.Κάποιοι ήθελαν να πάνε και να λιντσάρουν τους
φονιάδες.
Και οι
δολοφόνοι καμάρωναν, και καμάρωναν για το κατόρθωμά τους. Καμμιά τύψη. Καμμιά
μεταμέλεια.
Πώς
είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι με τόσο άγρια ένστικτα;
Γιατί
τέτοιος βάναυσος λυσσώδης φόνος;
Πώς
μπορεί κάποιος να βασανίσει και να σκοτώσει χωρίς λόγο, ένα μικρό, αθώο
σκυλάκι, και μάλιστα του γείτονά τους;
1 σχόλιο:
Οι δράστες γνωστοί...η λύση μία...
Φροντίστε να μην μπορούν να βρουν μεροκάματο...και να το πείτε και στους ομοεθνείς τους για ποιο λόγο τους θεωρείτε ανεπιθύμητους...
Δεν είναι βλάκες,θα καταλάβουν ότι μετά θα είναι η σειρά τους να χάσουν τα μεροκάματά τους...
Αλλά γιατί δεν τους έκανε κανείς καταγγελία?
Δημοσίευση σχολίου