.

e-mail

e-mail

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΟΠΕΛΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΑΜΠΑΚΙ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940

Άνοιξαν πάλι τα σχολεία

Το φθινόπωρο του 1944 άνοιξαν πάλι τα σχολεία της Μακεδονίας και της Θράκης, περιοχών που κατείχαν οι Βούλγαροι, μεταξύ των οποίων και το σχολείο μας στο χωριό μου, το Καλαμπάκι. Ένα σχολείο υπήρχε τότε: το 1ο Δημοτικό. Σχολείο, όπως ξαναείπα ωραίο, διώροφο, με πολύ μεγάλη αυλή, με σχολικό κήπο, με δενδροστοιχίες ολόγυρα, που την άνοιξη μας φιλοξενούσαν κάτω απ’ την παχιά σκιά τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος όταν άνθιζαν εκείνες οι ακακίες





Είναι το πιο ωραίο σχολείο που γνώρισα στη ζωή μου, όχι μόνο σαν μαθήτρια αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας! Στην πελώρια αυλή του παίζαμε ελεύθερα όλα τα παιχνίδια την ώρα του διαλείμματος, χωρίς τον κίνδυνο να πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο την ώρα του κυνηγητού και να σπάμε τα κεφάλια μας, όπως συνέβαινε συνεχώς στα σχολεία των πόλεων που έτυχε να υπηρετήσω.
Οι γονείς μας εκείνη την εποχή είχαν πολλά προβλήματα και δεν είχαν ευκαιρία ν’ ασχοληθούν με τα παιδιά τους, που είχαν όλοι αρκετά. Τους απασχολούσε η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων σπιτιών, η φτώχεια και ο επιούσιος της οικογένειας. Όλοι ήταν πολύτεκνοι με τέσσερα έως οκτώ παιδιά και είχε προηγηθεί μια τριπλή κατοχή από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους. Πολλές οικογένειες ορφάνεψαν από πατέρα ή από μητέρα κι άλλοι εθρήνησαν τα παιδιά τους που χάνονταν με το παραμικρό, χωρίς γιατρό, χωρίς φάρμακα.
Η δική μου οικογένεια ορφάνεψε από πατέρα. Ήμασταν τέσσερα μικρά παιδιά με μια μητέρα ηρωίδα. Πάλεψε μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου στα χωράφια, φύτεψε σιτάρι, καλαμπόκι, όσπρια και λαχανικά, δεν μας άφησε να πεινάσουμε. Μας έλειπαν όμως πολλά από τα απαραίτητα αγαθά, το λάδι, το βούτυρο, η ζάχαρη, τα ρούχα, τα παπούτσια. Αλλά και τα παιδιά που είχαν τους πατεράδες τους δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση.
Όταν ξαναχτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας μ’ εκείνο το γνώριμο ήχο που σήμαινε «άνοιξε το σχολείο», δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι όλα τέλειωσαν, ότι ανοίγει πάλι το σχολείο μας και μας περιμένει στην αγκαλιά του, στις αίθουσες και στην αυλή του.
Ντιν νταν, ντιν νταν χτυπούσε η καμπάνα κάθε πρωί, για ν’ αναγγείλει την ώρα που έπρεπε να ξεκινήσουμε για το σχολείο. Δεν υπήρχαν τότε ωρολόγια στα σπίτια για να ξέρουμε την ώρα. Ωρολόγι είχαν μόνο οι δάσκαλοι, οι οποίοι έστελναν έναν μεγάλο μαθητή να χτυπήσει την καμπάνα της εκκλησίας.
1944: Είναι η πρώτη ημερομηνία που θυμάμαι ότι έγραψα στο τετράδιό μου!
Έφυγαν οι Βούλγαροι, άνοιξε το σχολείο που τόσο πολύ αγαπούσαμε! Όλοι οι γονείς έσπευσαν να γράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να μάθουν πέντε γράμματα. Σε κάθε τάξη υπήρχαν στην αρχή όλες οι ηλικίες: Τα παιδιά που είχαν διακόψει πριν από την Κατοχή και που είχαν ξεχάσει και την ανάγνωση ακόμη και τα παιδιά που δεν είχαν φοιτήσει στο σχολείο λόγω της Κατοχής. Οι δάσκαλοι – που δεν ήταν καν δάσκαλοι – τον πρώτο χρόνο έκαναν την εκτίμηση για την τάξη στην οποία θα φοιτούσε το κάθε παιδί.
Η δική μου μητέρα δεν είχε ευκαιρία να έρθει στο σχολείο για μένα και τον μικρότερο αδελφό μου το Στάθη. Εξάλλου ο Στάθης τής ήταν απαραίτητος στις αγροτικές δουλειές, κι ας ήταν μόνο οκτώ ετών εκείνη την εποχή. Φύλαγε τις αγελάδες όλη μέρα και βοηθούσε και στα χωράφια. Κλαίω, όταν θυμάμαι την τυράννια που τράβηξε στην παιδική του, πολύ τρυφερή ηλικία. Όταν ο μεγάλος μου αδελφός ο Χρήστος όργωνε, δεν μπορούσε να οδηγεί τα ζώα και συγχρόνως να οργώνει, γιατί ήταν κι αυτός ένα παιδί μόλις δεκατριών χρόνων. Έπρεπε λοιπόν κάποιος να πηγαίνει μπροστά και να τραβάει τα βόδια. Αυτός ήταν ο Στάθης που έπεφτε καθώς σκόνταφτε πάνω στις βωλάκες (1) και ξανασηκωνόταν. Και οδηγούσε δυο θηρία βόδια ένα τόσο μικρό αγοράκι…Η σχολική χρονιά άρχιζε γι’ αυτόν κατά το τέλος Οκτωβρίου, όταν τέλειωναν οι δουλειές στα χωράφια, και τελείωνε λίγο πριν το Πάσχα, όταν άρχιζαν πάλι οι δουλειές. Τέτοια παιδιά τυραννισμένα και βασανισμένα υπήρξαν. Φαίνεται όμως πως ήταν πολύ έξυπνος, γιατί κάθε χρόνο, παρά τις πολλές απουσίες που έκανε, και προάγονταν και καλούς βαθμούς έπαιρνε.
Έπρεπε λοιπόν να πάω εγώ μόνη μου να κάνω την εγγραφή τη δική μου και του αδελφού μου στο σχολείο. Εγώ ήμουν τότε έντεκα ετών και γράφτηκα στη Β΄ τάξη του δημοτικού. Υπήρχαν όμως και χειρότερες περιπτώσεις με μεγαλύτερα παιδιά στη Β΄ τάξη.
Θυμάμαι ακόμη την κατάμεστη αίθουσα, όπως μπαίνουμε στο σχολείο αριστερά, που αργότερα καθιερώθηκε σαν αίθουσα της Α΄ τάξης. Τα θρανία ήταν παλαιού τύπου, εκείνα τα ωραιότατα και πολύ υγιεινά θρανία, που δεν μας άφηναν να πατούμε στα παγωμένα μωσαϊκά και με την κλίση τους βοηθούσαν το σώμα να είναι πάντα όρθιο και σταθερό. Αργότερα αντικαταστάθηκαν -Κύριος οίδε προς όφελος τίνων επιτηδείων – με τα απαίσια τραπεζάκια και τα κρύα παγωμένα καρεκλάκια, τα ανθυγιεινά από κάθε άποψη, ακόμη και για το θόρυβο που κάνουν καθώς τα σύρουν στο δάπεδο.
Εκείνα λοιπόν τα ωραία θρανία, που αργότερα απεσύρθησαν στα υπόγεια των σχολείων ή και εχρησίμευσαν σαν καύσιμη ύλη, μας φιλοξένησαν εκείνον τον καιρό στις αγκαλιές τους. Τέσσερα παιδάκια σε κάθε θρανίο, στην αρχή άλλα παιδιά κάθονταν γύρω από τα βάθρα που υπήρχαν κάτω από τον πίνακα, άλλα παιδιά πάνω στην έδρα του δασκάλου και άλλα σε ατομικά καρεκλάκια που έφερναν απ’ το σπίτι. Ακόμη και όρθιοι υπήρχαν.
Ήμασταν τόσα πολλά παιδιά, που δεν χωρούσαμε στο σχολείο. Μερικά τμήματα λειτούργησαν στην Κοινότητα, άλλα στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχαν δεμένο εκεί πάνω για να γίνει καλά έναν ηλικιωμένο Καλαμπακιώτη. Είχα ακούσει την περίπτωση και από τότε δεν τολμούσα να ανέβω επάνω, μη λυθεί ο δαιμονισμένος και μ’ αρπάξει. Έτσι, όταν η τάξη μου πήγε στο γυναικωνίτη, είχα πάντα έναν απεριόριστο φόβο, μην έρθει ο τρελός, αν και τον είχαν πάρει στο σπίτι του. Κανένα παιδί δε θυμάμαι από εκείνη την πυκνοκατοικημένη τάξη.
Τα χρόνια της Κατοχής, όπως ανέφερα, χορτάσαμε παιχνίδια στις αυλές και στους δρόμους, μια που τα σχολεία μας ήταν κλειστά. Εγώ έτυχε να έχω δύο μεγαλύτερα αδέλφια, το Χρήστο και το Μιχάλη, που τ’ αγαπώ ακόμη πολύ. Ο μεν Χρήστος φοιτούσε πριν από τον πόλεμο στην ΣΤ’ τάξη, ο δε Μιχάλης στην Ε΄ Δημοτικού. Έτσι υπήρχαν στο σπίτι τρία αναγνωστικά, Το δικό μου της Β΄ Δημοτικού και των αδελφών μου, καθώς και μια «Άπασα Ύλη», που είχε συγκεντρωμένα όλα τα μαθήματα, νομίζω της ΣΤ΄ Δημοτικού, καθώς άλλα βοηθητικά δεν υπήρχαν τότε. Αυτά τα τέσσερα βιβλία έγιναν το μεράκι μου όλα τα χρόνια της Κατοχής.
Κανείς ποτέ δεν μου είπε να διαβάσω, όμως κάθε πρωί που ξυπνούσα διάβαζα -στην αρχή – από το δικό μου αναγνωστικό και τά ’μαθα όλα απ’ έξω. Αργότερα πήρα της Ε΄και της ΣΤ΄ τάξης. Διάβασα όλα τα κεφάλαια και έμαθα όλα τα ποιήματα απ’ έξω. Ακόμη θυμάμαι μερικά, όπως:
Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι; Ή
Μάνα, κράζει το παιδάκι, μάνα, ο νιος και μάνα ο γέρος κλπ. Ή
Αγαπάτε τα ρόδα, αγαπάτε τα άνθη κλπ. Κι ακόμη
Όταν χωριστούμε και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνια χωρισμένο,ι
άφησε να πάρω κάτι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη!
Τι ωραία ποιήματα όλα και τι υπέροχα αναγνωστικά κεφάλαια περιείχαν εκείνα τα βιβλία, πατριωτικά, θρησκευτικά, φρονιματιστικά, διδακτικά. Ακόμη είναι τυπωμένες στο μυαλό μου οι διάφορες εικόνες που έβλεπα καθημερινά στις σελίδες εκείνων των βιβλίων. Τι δεν θα έδινα σήμερα για να τ’ αποκτήσω και να τα ξαναδιαβάσω, να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια.
Με πόση αγάπη θυμάμαι την «Άπασα Ύλη»του αδελφού μου, που την είχα διαλύσει από το πολύ ξεφύλλισμα. Μου άρεσαν οι εικόνες της Φυσικής Ιστορίας, που έδειχναν όλα τα εξωτικά φυτά των θερμών χωρών, καθώς και τα προϊόντα που παράγουν, όπως το τσάι, τον καφέ, την κανέλλα και τόσα άλλα που δεν ευδοκιμούν στην πατρίδα μας. Εκεί είδα για πρώτη φορά ακόμη και τη λεμονιά, την πορτοκαλιά και τ’ άλλα εσπεριδοειδή που για μένα ήταν άγνωστα. Εκεί και τα ζώα των θερμών χωρών, αλλά και εικόνες με μηχανήματα, τρακτέρ, αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στην Αμερική και στον Καναδά, για να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να συλλέγουν τα προϊόντα τους. Πόσο απίστευτα μου φαίνονταν όλα αυτά! Γελούσαμε, γιατί εμείς ξέραμε ότι στο χωριό μας οργώνουν με το «αλέτρι» που το σέρνουν τα βόδια, σπέρνουν με το χέρι πετώντας το στάρι στο οργωμένο χωράφι και θερίζουν με το δρεπάνι.
Τι έλεγα, λοιπόν, ότι, χωρίς να μου πει κανείς, καθόμουν και διάβαζα από τα τέσσερα αυτά βιβλία, τα μοναδικά που αποτελούσαν τη βιβλιοθήκη μας. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της φοίτησής μου στο σχολείο ο δάσκαλος με ξεχώρισε για τις γνώσεις μου στην ανάγνωση και την αριθμητική. Κάποια μέρα μου είπε να πάρω την τσάντα μου και να τον ακολουθήσω στον επάνω όροφο, κάτι είπε με σιγανή φωνή στον άλλο δάσκαλο που έκανε μάθημα σε μεγαλύτερα παιδιά και με έβαλαν να καθίσω σ’ ένα θρανίο, στη σειρά που ήταν προς τα παράθυρα. Αργότερα ο καινούριος δάσκαλος μου είπε ότι είμαι τώρα στην τρίτη τάξη. Είχα τέτοια όρεξη για μάθηση, που στο τέλος του πρώτου εξαμήνου ο δάσκαλός μου, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, με πήρε από μα σειρά θρανίων και μ’ έβαλε να καθίσω σε άλλη. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί έγινε αυτή η αλλαγή, αλλά κάποια μέρα μου εξήγησε ότι με προήγαγε από τη Γ΄ στη Δ΄ τάξη, αφού είχε εκ του νόμου αυτό το δικαίωμα, λόγω του ότι χάσαμε τέσσερα ολόκληρα σχολικά έτη.
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα απ’ αυτή τη σχολική χρονιά ούτε καν όλους τους συμμαθητάς που είχα στην τάξη. Ένα περιστατικό που μας έκανε μεγάλη εντύπωση τότε ήταν ότι ένας δάσκαλος, που εμείς τον αποκαλούσαμε Ζήβατο (2), γιατί, αν δε γράφαμε κάτι σωστά στον πίνακα μας έλεγε «ζήβα το », είπαν πως φίλησε μια συμμαθήτριά μας, ένα όμορφο κοριτσάκι με κατακόκκινα μάγουλα. Τα παιδιά όμως τον είδαν και αποκαλούσαν πια κοροϊδευτικά το κορίτσι φιλημένη, με συνέπεια να μη θέλει να συνεχίσει το σχολείο. Δε θυμάμαι αν πήρε απολυτήριο…
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1944 -45 εγώ πήρα το ενδεικτικό μου που έγραφε «προάγεται» από την Δ΄ στην Ε΄ τάξη.
Την άλλη σχολική χρονιά, που τη θυμάμαι πλέον πολύ καλά γιατί ήμουν αρκετά μεγάλη, πήγα κανονικά στο σχολείο και κάναμε μάθημα στην ίδια αίθουσα με τα παιδιά της ΣΤ! Ήμασταν στην πιο επίσημη αίθουσα του σχολείου και τη λέγαμε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με διακοσμημένα πλακάκια, που μόνον σ’ εκείνη την αίθουσα υπήρχαν: Καθώς ανεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο, δεξιά. Αυτή η αίθουσα ήταν το καμάρι του σχολείου, όχι μόνο για τα πλακάκια της, αλλά και για το άπλετο φως που τη φώτιζε, καθώς ο ήλιος έμπαινε από δύο σειρές παρά-θυρα που υπάρχουν στους δυο τοίχους της. Όλα τα παιδιά λαχταρούσαν να φτάσουν στην ΣΤ τάξη, για να μπουν σ’ αυτήν την ωραία αίθουσα και να καθίσουν στα καλοβαμμένα θρανία της.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω και κάποια ιστορία που είχε συνδεθεί στενά μ’ αυτή την αίθουσα: Στην Κατοχή το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Βούλγαροι και το είχαν κάνει στρατηγείο του βουλγαρικού στρατού. Οι ευρύχωρες αίθουσές του καθώς και η πελώρια αυλή του πληρούσαν τους όρους ενός στρατοπέδου. Έτσι, όσοι Έλληνες έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα, κατά τη γνώμη τους, οδηγούνταν εκεί όπου κανείς δεν μπορούσε πλέον να τους ιδεί ούτε να τους ακούσει. Πολλοί Έλληνες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν εκεί μέσα. Κυκλοφορούσε τότε η φήμη ότι μέσα στη ωραία αίθουσα με τα ωραία πλακάκια μαρτύρησαν αρκετά παλληκάρια, που έτυχε να πέσουν στα χέρια των Βουλγάρων. Υπήρχαν πάνω στα πλακάκια κόκκινα ανεξίτηλα σημάδια, που, καθώς έλεγαν οι μεγάλοι, έγιναν από το αίμα αθώων που μαρτύρησαν. Έτσι, κάθε φορά που μπαίναμε στην αίθουσα, πριν καθίσουμε στα θρανία μας, μαζευόμασταν γύρω από τα κόκκινα σημάδια και κουβεντιάζαμε με δέος και με τρόμο γι’ αυτά που ίσως είχαν συμβεί κατά την περίοδο της Κατοχής μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Με την παιδική μας φαντασία ζωντανεύαμε κάθε μέρα τα τραγικά εκείνα γεγονότα που ζήσαμε σε τόσο μικρή ηλικία όλοι μας!
Αυτό το σχολικό έτος 1945 – 46 το θυμάμαι πλέον πολύ καθαρά, και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες. Ήμασταν λίγα κορίτσια και πολλά αγόρια, γιατί οι περισσότεροι γονείς, που τα κορίτσια τους είχαν περάσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, δε θέλησαν να τα ξαναστείλουν στο σχολείο, αφού δεν ήταν υποχρεωτική η φοίτηση στο Δημοτικό αλλά και επειδή οι αγροτικές δουλειές, που γίνονταν τότε όλες με τα χέρια, χρειάζονταν και τη βοήθεια ακόμη και των μικρών παιδιών.
Οι συμμαθήτριές μου ήταν:
• Φωτίκα Καρλάκη (Γρηγορέλη)
• Χρυσούλα Κρικοπούλου (Στράντζαλη)
• Χρυσούλα Κρικοπούλου (ζει στην Καβάλα)
• Δέσποινα Ευσταθοπούλου (δασκάλα επίσης, σήμερα ζει με τα αδέλφια της στη Χωριστή)
• Τασούλα Σωτηρέλη (Αργυροπούλου)
• Πολυχρονία Λαμπροπούλου
• Χρυσούλα Παπαδοπούλου
• Φεβρωνία Ελευθεριάδου (παντρεύτηκε τον Γιώργο Βέτο)
Συμμαθητές:
• Μαγόπουλος Νικόλαος (τοπογράφος)
• Δημητριάδης Αθανάσιος
• Σωτηρέλης Αθανάσιος (υπάλληλος ΟΤΕ)
• Αργυρόπουλος Γεώργιος (υπάλληλος)
• Κρυωνίδης Κρυωνάς (αστυνομικός)
• Στάθης Στέργιος (τελωνειακός)
• Ελευθεριάδης Στράτος
• Τρικόπουλος Σάββας (αστυνομικός)
• Κοσμίδης Διαμαντής (δάσκαλος)
• Βασίλης Παράσχος (λογιστής)
• Ασλανίδης Δημήτριος
• Ζουμπούλογλου Παρασκευάς (οδοντίατρος)
• Γρηγορέλης Γιάννης (ζει στο Βέλγιο)
Ίσως ξεχνώ κάποιους. Ας με συγχωρήσουν! Δάσκαλός μας ο αείμνηστος Γεωργάκης Μιχαήλ, ο οποίος κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μας μυήσει στη γραμματική και την αριθμητική όλων των τάξεων, αφού δεν είχαμε διδαχθεί τίποτε σχεδόν από την ύλη από την ύλη των προηγούμενων τάξεων.
Ήταν ένας δάσκαλος που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ με το υπέροχο παράστημά του, τα γκρίζα –σχεδόν άσπρα – μαλλιά του, το ωραίο ντύσιμό του. Ήταν κι αυτός ένα προσφυγόπουλο από το Κρυόνερο της Ανατολικής Θράκης, που είχε χάσει τους γονείς του από τις κακουχίες του πολέμου και της προσφυγιάς (3) και μεγάλωσε πεντάρφανος στο Ορφανοτροφείο της Δράμας, όπου αναδείχτηκε μεταξύ των άλλων συμμαθητών του και έγινε και δάσκαλος. Καλλίφωνος ο ίδιος και λάτρης της μουσικής ανάλωσε πολλές απογευματινές ώρες για να μας διδάξει πολλά πατριωτικά άσματα και να καλλιεργήσει τις φωνές των μαθητών του, που εκτός από τα νανουρίσματα της μάνας τους δεν είχαν ακούσει ποτέ τραγούδι ή μουσική. Δίκαιος ο ίδιος ήθελε να διδάξει και σε μας τη δικαιοσύνη με το παράδειγμά του και τη διδασκαλία του.
Αξίζει ν’ αναφέρω ένα περιστατικό, που τώρα θα φαίνεται ίσως γελοίο μ’ αυτά τα μέσα που διαθέτουν τα σημερινά παιδιά: Ενός συμμαθητού μου τού είχε αγοράσει η μητέρα του ένα καινούριο μολύβι, το οποίο έχασε την αμέσως επομένη ημέρα στο σχολείο κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Όταν ήρθε ο δάσκαλος και πληροφορήθηκε το γεγονός, έκανε μια βόλτα σε όλη την αίθουσα και βρήκε πως μόνο ένας κρατούσε στα χέρια του καινούριο μολύβι.
- Πότε το αγόρασες εσύ το μολύβι; Τον ρώτησε.
- Μου το έφερε η μάνα μου από τη Δράμα χτες, απάντησε ο μαθητής και κοκκίνισαν ως και τ’ αυτιά του.
Ο δάσκαλός μας κατάλαβε, αλλά ήθελε να είναι απολύτως σίγουρος στην απονομή δικαιοσύνης. Εκείνη την εποχή ένα μολύβι είχε αξία μεγάλη. Γράφαμε μ’ αυτό μέχρι να τελειώσει, να μην πιάνεται πλέον. Έτσι λοιπόν πήρε τα δύο παιδιά και πήγαν στο σπίτι εκείνου που είχε βρει ή είχε κλέψει το μολύβι, για να καταθέσει και η μητέρα τη μαρτυρία της. Ερωτηθείσα αυτή είπε την αλήθεια και, όταν γύρισαν στο σχολείο, έδωσε το μολύβι στο παιδί που του ανήκε.
Πολλές φορές, για να αποσπάσει την αλήθεια από κάποιο παιδί που ο ίδιος νόμιζε ότι ψεύδονταν, έλεγε: «Πάρε ένα χαρτί και γράψε ότι αυτά που λες είναι έτσι όπως τα λες». Είναι πιο εύκολο να πεις ένα ψέμα παρά να το γράψεις, έλεγε. Θυμάμαι πόσο κουραζόταν στις εθνικές εορτές να μας διδάξει ένα πατριωτικό σκετς, να κάνει σκηνικά και γιορτές στο σχολείο με καλεσμένους όλους τους κατοίκους του χωριού. Βγάζαμε θρανία στην αυλή και παρευρίσκονταν στην εορτή όλοι οι Καλαμπακιώτες, όχι μόνον οι γονείς των μαθητών. Οι σχολικές εορτές που γίνονταν τότε την 28η Οκτωβρίου, στις 30 Ιανουαρίου για να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες, την 25η Μαρτίου και επί τη λήξει του σχολικού έτους ήταν οι μεγαλύτερες κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις στο χωριό.
Θυμάμαι ακόμη πως στις εθνικές εορτές έπρεπε να ξυπνήσουμε πολύ πρωί, πριν φέξει, για να γυρίσουμε όλο το χωριό τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, να θυμίσουμε στους κατοίκους ότι ξημερώνει μια ξεχωριστή ημέρα. Αυτά που κάνει σήμερα το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.
Θυμάμαι που φορούσαμε εμείς τα κορίτσια τουλάχιστον ξύλινα παπούτσια, τα λεγόμενα χαλέτζια (4) και το χειμώνα ακόμη και βρέχονταν τα πόδια μας όταν έβρεχε. Ευτυχώς πάνω από τις κάλτσες φορούσαμε και πλεχτά μάλλινα σοσόνια, τα τερλίκια, που τα έπλεκαν οι μανούλες μας με τα χεράκια τους, και περιορίζαμε κάπως το κρύο. Στο χιόνι δυσκολευόμασταν να περπατή-σουμε, γιατί τα τσόκαρα μάζευαν στρώματα από χιόνι και ήταν σα να περπατούσαμε πάνω σε ξυλοπόδαρα. Τα βγάζαμε, τα χτυπούσαμε στη γη, τα καθαρίζαμε και με δυσκολία πάλι φθάναμε στο σχολείο. Αχ, τι θόρυβο κάναμε όταν ανεβαίναμε τις σκάλες, για να πάμε πάνω στην αίθουσά μας. Καθώς οι σκάλες είναι πολλές ακούγονταν τικ τακ, τικ τακ από πολλά συγχρόνως ξυλοπάπουτσα, ένας θόρυβος εκκωφαντικός.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες ολόκληρες για τη δραστηριότητα του δασκάλου μου, που έτυχε να τον έχω αργότερα και συνάδελφο και σεβαστό φίλο, για τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου εκείνης της χρονιάς, για την αγάπη που μας ένωσε και που κράτησε χρόνια και χρόνια μέχρι και σήμερα.
1. Η βωλάκα (βολάκα) = σβώλος γης.
2. Ζήβα το = σβήσ’ το.
3. Του 1922.
4. Χαλέτζια ή γαλέτζια (γαλότσες) = τσόκαρα που έμοιαζαν με τα σαμπώ.

Το τραφί
Τάφρος < τράφος < τραφί. Έτσι εξηγεί τη λέξη αυτή σήμερα η ανηψιά μου η Κυράνθη, φιλόλογος. Ένα τοπίο πανέμορφο που θα μου μείνει αξέχαστο από εκείνη την παλιά εποχή των παιδικών μου χρόνων. Ένα ποταμάκι που έρχονταν από πάνω, από τα Καραμανλίδικα, και διέσχιζε όλο το χωριό μου για να φτάσει στο Πρώτο Κανάλι στο Μεραλίκ(ι). Αυτές είναι οι ονομασίες που μόνο εμείς οι Καλαμπακιώτες οι παλιοί τις ξέρουμε και τις χρησιμοποιούμε.
Για να πάμε στο σχολείο μας, ένα ήταν τότε, το 1ο Δημοτικό σχολείο, έπρεπε να περάσουμε δύο φορές την ημέρα από το τραφί, το μαγευτικό εκείνο ποταμάκι με τα πεντακάθαρα νερά, τα ήρεμα και λιγοστά. Το χειμώνα γινόταν πιο ορμητικό αλλά ποτέ επικίνδυνο.
Θυμάμαι τις γραφικές αυτοσχέδιες γεφυρίτσες μπροστά από κάθε σπίτι, που τις έστηναν οι χωριανοί με μαδέρια και καλάμια για να επικοινωνεί ο δρόμος με τις αυλές τους. Θυμάμαι τις πάπιες και τις χήνες που κολυμπούσαν στα νερά του κι έπαιζαν κυνηγητό βουτώντας και ξαναβουτώντας τα κεφάλια τους για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη τροφή. Τις κλαίουσες (1) που ήταν φυτρωμένες στις δυο όχθες του κι έριχναν τη σκιά τους στα νερά, καθώς τα κλαδιά τους έγερναν και βουτούσαν μέσα σ’ αυτά.
Με πόση προσοχή περνούσαμε το χειμώνα πάνω από τις ετοιμόρροπες γεφυρίτσες, μην βρέξουμε τα μάλλινα τερλίκια (2) που προστάτευαν τα πόδια μας μέσα στα ξύλινα γαλέτζια (3) που φορούσαμε. Και πόση ώρα τσαλαβουτούσαμε την άνοιξη στα νερά του, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μας! Ήταν μια ομορφιά, μια γραφικότης που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Καθώς ερχόταν από ψηλά, τα νερά του διέσχιζαν ως ένα σημείο τον κεντρικό δρόμο του χωριού, παρέκαμπτε στο ύψος του σπιτιού του Κεχαγιά (4), για να συνεχίσει τη ροή του σε πιο απόκεντρο σημείο, περνώντας πίσω από το δικό μας μπαξέ, πίσω από του Μποζίνη του Βασίλη, του Καρλάκη κλπ., για να φτάσει στον προορισμό του, στο Πρώτο Κανάλι, κι από κει στη Μάνα, τη μεγάλη διώρυγα που ενωνόταν με τον Αγγίτη ποταμό.
Σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα του Καλαμπακίου με τα πανύψηλα δέντρα, τις λεύκες και τις κλαίουσες, ζούσαν χιλιάδες βατράχια που δεν μας άφηναν σε ησυχία τα βράδια και στις φυλλωσιές των δέντρων χιλιάδες πουλιά που τιτίβιζαν την άνοιξη και εκατοντάδες αηδόνια που κελαηδούσαν ασταμάτητα, γιατί σ’ εκείνον τον τόπο έβρισκαν ό, τι τους χρειάζονταν για να ζουν χαρούμενα κι ευτυχισμένα.
Το χειμώνα, όταν τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα, βλέπαμε τις αδειανές φωλίτσες των πουλιών που ταλαντεύονταν κι αυτές μαζί με τα κλαδιά των δέντρων στο φύσημα του ανέμου. Όταν τα νερά πάγωναν, το τραφί γινόταν πάγος. Αυτός ο πάγος ήταν η διασκέδαση των παιδιών. Όλη την ημέρα τα αγόρια της γειτονιάς κυρίως, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου αλλά και γειτονόπουλα, έκαναν πατινάζ πάνω στον πάγο στο τραφί. Φυσικός πάγος και φυσικό παιχνίδι, όχι όπως τώρα.
Τα βράδια, όταν βήχαμε, η συγχωρεμένη η μάνα μου (5) μας έτριβε με πετρέλαιο και όλη εκείνη την ώρα της εντριβής έλεγε: « εμ, τι να σε κάνω, όλ’ τη μέρα πάν’ στον πάγο πάγωσες, βρε παιδάκι μ’» και, όταν αγανακτούσε πολύ, μας έριχνε και μερικές ξυλιές. Την άλλη μέρα εμείς πάλι στον πάγο στο τραφί. Πώς επιζήσαμε, Θεέ μου;
Την εποχή που ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ στο Παγγαίο μετά το 1944 (6), οι μεγάλοι, οι γονείς μας δηλαδή, ζούσαν δραματικές ημέρες. Άκουγαν ότι κατέβαιναν οι αντάρτες και έπαιρναν τα παιδιά και ζούσαν μ’ αυτό το φόβο. Η μανούλα μου ήταν τότε χήρα και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της, ο Χρήστος και ο Μιχάλης, ήταν παλληκαράκια. Ένιωθε απροστάτευτη και τα παιδιά της να κινδυνεύουν.
Ένα βράδυ λοιπόν, την ώρα που εμείς όλοι κοιμόμασταν, όλοι στο ίδιο δωμάτιο με τη μητέρα μας, άκουσε εκείνη έναν θόρυβο, ένα χτύπημα δυνατό στην εξώπορτα. Ξύπνησε αμέσως φοβούμενη ότι ήρθαν οι αντάρτες να μας πάρουν. Αμέσως μας ξύπνησε όλους, μας τράβηξε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και μας οδήγησε στον κήπο, το μπαξέ, όπως τον λέγαμε τότε. Είχε φυτεμένες κολοκυθιές εκεί με πελώρια φύλλα όμοια με ομπρέλλες. Μας πήρε κοντά της, μας σκέπασε με τα φύλλα . Όλοι μας τρέμαμε, μα πιο πολύ έτρεμε η μάνα μας για τα βλαστάρια της: Ο Χρήστος 19 ετών, ο Μιχάλης 17, εγώ 13 και ο Στάθης, το μικρότερο αδελφάκι μας, 11 ετών.
Περάσαμε ώρες εκεί μέσα, δεν ακούστηκε τίποτε άλλο και η μάνα μας είδε να περνά ένας άνθρωπος με φανάρι από το στενό δρομάκι που ήταν δίπλα στο τραφί κι ανάμεσα στα δέντρα. Έκανε διάφορες σκέψεις, όταν είδε αυτό το καλό σημάδι. Δε θα υπήρχε τόση ησυχία, σκέφτηκε. Αν ήταν οι αντάρτες, δε θα τολμούσε ίσως κι αυτός να διασχίζει το δρομάκι και μάλιστα με φανάρι• και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Εμείς εκεί, κάτω από τα φύλλα. Μας κάλυπτε βέβαια και το σκοτάδι…
Η μητέρα μας αψήφισε τον κίνδυνο, μπήκε στο σπίτι, άναψε ένα λυχνάρι με φυτίλι κι έκανε το γύρο του σπιτιού. Είδε μια γάτα στο περβάζι της εξώπορτας, ο σκύλος απέναντι την περίμενε. Τότε κατάλαβε από πού προήλθε ο θόρυβος. Ήρθε με το λυχνάρι στο μπαξέ, «σ’κωθείτε και πάτε στα κρεβάτια σας», μας είπε και μας εξήγησε τι είχε συμβεί. Έτσι το τραφί συνδέθηκε για μια ακόμη φορά με τη ζωή μας.
Για πολλά χρόνια την έβλεπα στα όνειρά μου αυτή την όμορφη κοιλάδα με τις κλαίουσες που λύγιζαν τα κλαδιά τους μέσα στα νερά και τις πανύψηλες λεύκες, που τα φύλλα τους θρόιζαν στο φύσημα του αέρα.
Πέρασαν χρόνια, τα νερά λιγόστεψαν, η ανάγκη για αποχέτευση ήταν πλέον έντονη στο χωριό και οι άρχοντες βρήκαν την εύκολη λύση: το τραφί το έκαναν υπόνομο, έριξαν μέσα τα λύματα του χωριού, το σκέπασαν, κι από τότε, αντί για καθαρό νεράκι, μεταφέρει τις βρωμιές του χωριού από κανάλι σε κανάλι κι από κει στον Αγγίτη (7).
Απουσίασα αρκετά χρόνια από το χωριό μου για τις σπουδές μου κι αργότερα για τη δουλειά μου. Πήγαινα και ξαναπήγαινα και δε μπορούσα να καταλάβω τι λείπει. Κάποτε δεν το είδα τον Αύγουστο που πήγα, δεν το είδα το χειμώνα που ξαναπήγα, συνειδητοποίησα την έλλειψή του. Ρώτησα, έμαθα, λυπήθηκα. Ήταν ένα μέρος απ’ τη ζωή μου αυτό το τραφί, από τα παιχνίδια των παιδικών μου χρόνων μέχρι την ιστορία που διηγήθηκα νωρίτερα, την ιστορία του τρόμου.
Πάει και η χλωρίδα, πάει και η πανίδα μαζί με το τραφί, όλα φαίνεται πως έχουν ένα τέλος. «Τα πάντα ρει».
1. Κλαίουσες: κλαίουσες ιτιές.
2. Τερλίκια: χειροποίητα σοσόνια.
3. Γαλέτζια ή χαλέτζια: τσόκαρα, είδος σαμπώ.
4. Το σπίτι του Κεχαγιά σήμερα στο ισόγειό του φιλοξενεί την Αγροτική Τράπεζα.
5. Συγχωρεμένη μητέρα: το κείμενο γράφηκε προφανώς μετά το 2000, χρονολογία θανάτου της μητέρας της Κυράνθης ( Κιαράν’ς ).
6. Αναφέρεται στην περίοδο αμέσως μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων (Σεπτέμβριος του 1944).
7. Η πληροφορία δεν είναι σωστή. Δε χύνονται στο υπόγειο πλέον τραφί τα λύματα της περιοχής.

Η εκδρομή μας στη Θεσσαλονίκη
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1944-45 πραγματοποιήσαμε μια εκδρομή μαμούθ για την εποχή εκείνη. Τα περισσότερα παιδιά λόγω φτώχειας δε θα λαμβάναμε μέρος στην εκδρομή, αν ο δάσκαλός μας δεν περνούσε κάθε απόγευμα από τα σπίτια μας να πείσει τους γονείς μας ότι η εκδρομή δεν γίνεται μόνο για λόγους ψυχαγωγίας, αλλά έχει διδακτικό σκοπό και νόημα. Δεν βαρέθηκε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι μέχρι που τους έπεισε όλους, ακόμη και τη μητέρα μου, η οποία δυσκολεύτηκε πολύ να συγκεντρώσει τις λίγες δραχμές που χρειάζονταν.
Ένα πρωινό του Ιουνίου, που το περιμέναμε με πολλή αγωνία, το φορτηγό του Ντοκούτση στάθηκε έξω από το σχολείο μας. Εμείς όλοι παρόντες με τις πάνινες σχολικές τσάντες που μετατράπηκαν σε σακ βουαγιάζ, όπως η ώρα το απαιτούσε. Των αγοριών οι τσάντες είχαν ένα μεγάλο λουρί και τις κρεμούσαν στον ώμο τους, ενώ οι δικές μας δύο πάνινα λουράκια για να τις κρατάμε στο χέρι. Ακόμη δεν είχαν κυκλοφορήσει στο χωριό μας τσάντες από πλαστικό. Ηλικιωμένος και έμπειρος ο οδηγός, ορεξάτοι οι δύο δάσκαλοι συνοδοί μας, ο Μιχαήλ Γεωργάκης και ο Γεώργιος Κοτρώτσιος, νέοι και τολμηροί. Η αγάπη για τους μαθητές τους και ο πατριωτισμός τους, φαντάζομαι, τους ώθησε να πραγματοποιήσουν αυτή την εκδρομή σε μια εποχή τόσο δύσκολη, φριχτή. Ακόμη οι νάρκες του πολέμου ήταν κρυμμένες στους δρόμους, στους θάμνους, στα χωράφια.
Ο δρόμος Δράμας – Θεσσαλονίκης φαίνονταν ατέλειωτος τότε, γιατί ήταν ένας υποτυπώδης δρόμος και το φορτηγό δεν μπορούσε ν’ αναπτύξει ταχύτητα. Στις δύο πλευρές του το φορτηγό είχε ξύλινα παγκάκια για να καθόμαστε και ήταν εντελώς ξέσκεπο. Δε μας έφτανε ο αέρας που παίρναμε καθώς καθόμασταν στα παγκάκια, μαλώναμε και ποιος θα πιάσει θέση μπροστά στο φορτηγό, να είναι όρθιος, για να έχει περισσότερο αέρα και να βλέπει καλύτερα. Τι σκληραγωγημένα παιδιά ήμασταν όλα τότε! Ακόμη και με γυφτάκια θα μπορούσαμε να συγκριθούμε. Μερικοί από μας ανέλαβαν την υποχρέωση να καταγράφουν τα ονόματα των χωριών που περάσαμε όταν πηγαίναμε από το δρόμο της Καβάλας και όταν γυρίζαμε μέσω Αλιστράτης.
Χαρακτηριστική είναι η στιγμή κατά την οποία σε μια στροφή πριν από την Ασπροβάλτα φάνηκε μπροστά μας η θάλασσα, την οποία εμείς φανταζόμασταν σαν μια μεγάλη γκιόλα. Δεν είχαμε ξαναδεί θάλασσα. Ο κύριός μας άρχισε να χαμογελά, να μας κοιτάζει στα μάτια και να λέει κουνώντας τα χέρια του με κείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο που ποτέ δε θα ξεχάσω: «τι προσέχετε; Τι προσέχετε;» «Θάλασσα, θάλασσα», φώναξαν μερικοί και όλοι μείναμε έκθαμβοι μπροστά της.
Ώστε αυτή ήταν η θάλασσα που τόσα χρόνια βλέπαμε πάνω στο χάρτη του σχολείου μας! Τόσο μεγάλη, τόσο γαλάζια και όμορφη ήταν η θάλασσα, που ποτέ δε θα μπορούσα να τη φαντασθώ, όπως εκείνη τη στιγμή την έβλεπαν τα μάτια μου. Πιο πέρα ένα νησάκι, που τόσον καιρό κάναμε να μάθουμε τι λέγεται νησί: «Ένα κομμάτι στεριάς που βρέχεται ολόγυρα από τη θάλασσα», έγραφε η Γεωγραφία μας. Μα πώς να καταλάβω εγώ τι είναι νησί, όταν δεν ξέρω τι είναι θάλασσα;
Αχ, τι πράγματα παράξενα είδαμε όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη! Σπίτια τριώροφα και τετραώροφα, δρόμους ασφαλτοστρωμένους, πάρκα με ζώα που δεν είχαμε ξαναδεί, αυτοκίνητα, καταστήματα και τόσα άλλα.
Το φορτηγό μας κατέβασε σε μία πλατεία –πρέπει να ήταν η Πλατεία Δικαστηρίων. Ήμασταν όλοι μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, να μη χαθούμε. Κάποιος διέκρινε ψηλά σε ένα παράθυρο μια γριούλα που μας πρόσεχε και του φάνηκε παράξενο: «Μια κουκουβάγια, παιδιά, μια κουκουβάγια», φώναξε και γυρίσαμε όλοι προς το μέρος της γριούλας. Γέλια που κάναμε μ’ εκείνη την «κουκουβάγια»!
Μέσα στην πόλη κυκλοφορούσαμε με γραμμή τρεις τρεις πιασμένοι από το χέρι, ο ένας κύριος στην πρώτη σειρά, ο άλλος στην τελευταία. Δεν ντρέπονταν οι δάσκαλοι που μας έσερναν μέσα στην πόλη εμάς τα χωριατόπαιδα και γύριζαν όλοι και μας έβλεπαν. Αντιθέτως πρέπει να ήσαν υπερήφανοι για το έργο που επιτελούσαν εκείνες τις ημέρες. Είναι σαν να τους βλέπω μετά από τόσα χρόνια να μας οδηγούν σ’ ένα τόπο άγνωστο, με όρθιο όμως το κορμί, με ψηλά το κεφάλι, ένδειξη ότι καμάρωναν γιατί εκτελούσαν ένα ιερό καθήκον απέναντι στους μαθητάς τους, αλλά και στην πατρίδα τους και στην κοινωνία ολόκληρη. Η ευθύνη τους πολύ μεγάλη, αλλά και η αποστολή τους μεγάλη και ιερή.
Η ξενάγηση που μας έκαναν πολύ σημαντική και σπουδαία. Ανεβήκαμε στο τραμ που διέσχιζε τότε την Εγνατία, μπήκαμε σε βαποράκι και βγήκαμε στην απέναντι παραλία, επισκεφθήκαμε εργοστάσια υφαντουργίας, σιγαρέττων, τυπογραφεία εφημερίδων, επισκεφθή-καμε αξιόλογες εκκλησίες, όπως τον Άγιο Δημήτριο, τη Μονή Βλατάδων, όπου είδαμε παγώνια για πρώτη φορά, ήπιαμε νερό από τη βρύση που έγραφε: «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». Είδαμε τόσα πολλά πράγματα σε τόσο λίγες μέρες, που δε μπορούσαμε ούτε να τα φαντασθούμε.
Κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά σε ξενοδοχείο, λέγονταν «Βαλκάνια», νομίζω, και βρίσκονταν στην αρχή της Εγνατίας οδού. Για πρώτη φορά βλέπαμε σύγχρονες τουαλέττες και δεν ξέραμε πώς τις χρησιμοποιούν. Θυμάμαι, εμείς τα κορίτσια ανεβαίναμε επάνω… Δεν έμοιαζαν καθόλου με τα καμπινέ του χωριού μας. … Γελούσαμε…. Κοροϊδεύαμε…
Τα πρωινά βγαίναμε στα μπαλκονάκια και παρακολουθούσαμε τη μεγάλη κίνηση των αυτοκινήτων. Κάποιο αγόρι μας είπε: «Παιδιά, κοιτάξτε τι πολλά αυτοκίνητα που περνούν. Δεν προλαβαίνω να μετρήσω ως τα δέκα και να, περνάει αυτοκίνητο». Αρχίσαμε όλοι να μετράμε: ένα, δύο τρία…..δέκα, κι αμέσως ένα αυτοκίνητο διέσχιζε την Εγνατία. Τόσο λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν τότε στη Θεσσαλονίκη.
Η πιο σημαντική επίσκεψη που κάναμε ήταν η επίσκεψή μας στο Λευκό Πύργο. Όχι μόνο που τον είδαμε από κοντά, αλλά ανεβήκαμε και επάνω, ατενίσαμε από τον εξώστη του όλη τη Θεσσαλονίκη, τον Θερμαϊκό Κόλπο με τα καταγάλανα νερά του, με τα βαποράκια αγκυροβολημένα στο πανέμορφο λιμάνι της πόλης. Κάποιος θα έχει ακόμη μια φωτογραφία. Κανείς δε θα μπορούσε τότε να φαντασθεί τον επερχόμενο θάνατο της Νύμφης του Θερμαϊκού και της μόλυνσης του Κόλπου εξαιτίας της βιομηχανικής ρύπανσης και της αστυφιλίας.
Καθόλου δεν μοιάζει τώρα η Θεσσαλονίκη με κείνη την παλιά πόλη που είδαμε στην παιδική μας ηλικία. Διώροφα και τριώροφα σπίτια, αρχοντικά με λουλούδια και δέντρα περιτριγυρισμένα από ψηλούς τοίχους και ξύλινες βαριές πόρτες. Σήμερα τη θέση των αρχοντικών πήραν οι πολυκατοικίες, τα διαμερίσματα που μοιάζουν με κουτιά και κλείνουν μέσα τους ανθρώπους, που τους αποξενώνουν ολοένα και περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, από το περιβάλλον τους. Ανοίγουν οι άνθρωποι τα παράθυρα ν’ αναπνεύσουν και τους έρχεται η μυρωδιά των σκουπιδιών και της αιθάλης των αυτοκινήτων και των εργοστασίων.
Ευτυχώς η εκδρομή μας είχε αίσιον τέλος. Όλα τα παιδιά σώα και γερά ξαναμπήκαμε στο φορτηγό για την επιστροφή. Όλοι χαρούμενοι: οι δάσκαλοι γιατί έφεραν σε πέρας την αποστολή τους, τα παιδιά χαρούμενα για τις εμπειρίες που έζησαν, γι’ αυτά που έμαθαν, γι’ αυτά που είδαν.
Ιούνιος 1946, Ιούνιος 1993: πέρασαν πενήντα χρόνια σχεδόν από τότε που πραγματοποιήθηκε αυτή η αξέχαστη εκδρομή. Οι αείμνηστοι δάσκαλοί μας Μιχαήλ Γεωργάκης και Γεώργιος Κοτρώτσος δε ζούνε πλέον. Πιστεύω πως βρίσκονται κι οι δυο στον Παράδεισο, γιατί έκαναν πολύ σωστά το καθήκον τους απέναντι σ’ εμάς, στην πατρίδα, αλλά και στη θρησκεία.
Μετά το τέλος της εκδρομής ήρθε και το τέλος του σχολικού έτους.

Tο Φροντιστήριο
Μετά από τη σχολική εκδρομή ήρθε και το τέλος του σχολικού έτους. Μετά από τις γραπτές εξετάσεις που υποστήκαμε κάναμε και τη σχολική μας γιορτή και πήραμε και τίτλους σπουδών, που για τους περισσότερους δεν έγραφαν «ενδεικτικόν» αλλά «απολυτήριον». Το δικό μου χαρτί έγραφε Απολυτήριον με άριστα δέκα. Ήμουν τότε δεκατριών χρόνων και τόσο πολύ φτωχιά, που δε μπορούσα να διανοηθώ το Γυμνάσιο ή και παραπέρα. Τα παιδιά που θα πήγαιναν στο Γυμνάσιο έπρεπε να πάνε σε λίγο καιρό να δώσουν γραπτές και προφορικές εξετάσεις• δεν ήταν τότε εύκολα τα πράγματα, όπως σήμερα, δεν ήταν «ξέφραγα αμπέλια» τα Γυμνάσια ούτε υπήρχαν Γυμνάσια στα χωριά. Ένα Γυμνάσιο υπήρχε στη Δράμα, το Γυμνάσιο Αρρένων, και εξακολουθεί να είναι το καμάρι της περιοχής, μπροστά από το γήπεδο της Δόξας.
Αρκετοί συμμαθητές μου θα έδιναν εξετάσεις και πολύ λίγα κορίτσια. Τα περισσότερα παιδιά δεν είχαμε οικονομικές δυνατότητες. Πολλοί πατεράδες, όπως ο πατέρας της ξαδέλφης μου, δεν ήθελαν να πάνε οι κόρες τους στο Γυμνάσιο, για να μην πάρουν «κακό δρόμο». Εγώ δεν είχα πατέρα, ήμουν ορφανή από τα επτά μου χρόνια, αλλά δε μπορούσα να πάω πέρα από το Δημοτικό λόγω φτώχειας.
Ένα βράδυ, θυμάμαι, την ώρα που γύρισε η μάνα μου από το χωράφι, ήρθε ο δάσκαλος στο σπίτι μας και κουβέντιασαν αρκετή ώρα μέσα στην αυλή. Της έλεγε να με στείλει κι εμένα στο Γυμνάσιο, να μην με αδικήσει, γιατί ήμουν « καλή μαθήτρια». Αυτό συνέβη αρκετές φορές και επείσθη η μάνα μου να μ’ αφήσει να δώσω εξετάσεις και μετά «βλέποντας και κάνοντας».
Εκείνο το καλοκαίρι έμεινε στο χωριό μας ο κ. Κοτρώτσιος, ο δάσκαλος της Δ΄ τάξης, γιατί δεν είχε οικογένεια και δεν υπήρχε λόγος να πάει στο χωριό του το Δοξάτο. Ήταν κι αυτός του Ορφανοτροφείου και τον σπούδασε το κράτος λόγω των φιλότιμων προσπαθειών του και της εξαιρετικής διαγωγής που επέδειξε. Τους γονείς του τους είχαν σφάξει οι Βούλγαροι στον προηγούμενο πόλεμο κι αυτόν τον σούβλισαν όπως ήταν τυλιγμένος στα σπάργανά του, αλλά μόνο τραυματίστηκε, δεν πέθανε. Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι, άκουσαν οι γείτονες το κλάμα του μωρού, έτρεξαν και του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά το πήγαν στο Ορφανοτροφείο.
Αυτός ήταν ο κ. Γεώργιος Κοτρώτσιος, ένα παιδί που δεν γνώρισε γονείς και που μισούσε τους Βουλγάρους περισσότερο από κάθε τι στη ζωή του. Θυμάμαι τα τραγούδια που είχε διδάξει στους μαθητάς του. Τραγούδια που εξυμνούσαν τη μητέρα, όπως το παρακάτω:
Δεν έχει τ’ ορφανό, δεν έχει μητέρα για να τ’ αγαπά,
για τούτο μες στους δρόμους τρέχει και μπρος στους άλλους σταματά κλπ.
Ήταν γραμμένο και μελοποιημένο από τον ίδιο και, όταν το τραγουδούσε, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Χρωστάω πολλά στον αείμνηστο Γεώργιο Κοτρώτσιο, γιατί μου έδωσε θάρρος και αυτοπεποίθηση με τα «μπράβο» και τα «εύγε» του για τις ωραίες εκθέσεις μου ή για τις λύσεις των προβλημάτων που μας έβαζε.
Στο συμμοριτοπόλεμο επιστρατεύθηκε για δεύτερη φορά σαν αξιωματικός του ελληνικού στρατού και πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι, για να μη πέσει η Ελλάδα στα χέρια των κομμουνιστών που είχαν γίνει σύμμαχοι των Βουλγάρων, των φονιάδων του πατέρα και της μητέρας του. Του είχα γράψει – από ευγνωμοσύνη – ένα γράμμα, γιατί τον αγαπούσα πάρα πολύ για την προσπάθεια που έκανε για μας ολόκληρο το καλοκαίρι του 1946, για να μας βοηθήσει να πετύχουμε στις εξετάσεις του Γυμνασίου το φθινόπωρο. Ήμουν τότε μαθήτρια της Β΄ ή της Γ΄ Γυμνασίου. Μου απάντησε με μια επιστολή γεμάτη πατρικές συμβουλές, γεμάτη πατριωτισμό, που θα μου μείνει αξέχαστη. Στο τέλος έγραφε: «Την Κυριακή που θα πας στη Εκκλησία, να παρακαλέσεις τον ιερέα να διαβάσει το όνομα Γεώργιος». Ήταν ο καλύτερος φίλος και συμπολεμιστής του εκεί στο μέτωπο και σκοτώθηκε πριν από λίγες μέρες…
Όλα τα παιδιά τον περιμέναμε να ξανάρθει στο χωριό, να τρέξουμε να του φιλήσουμε με σεβασμό το χέρι για τα γράμματα που μας έμαθε αλλά και για τις μάχες που έδωσε για μας και για την πατρίδα. Όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ ούτε ακούστηκε ποτέ ούτε μεταξύ των νεκρών ούτε μεταξύ των αγνοουμένων. Το μίσος του για τους Βουλγάρους αλλά και για τους κομμουνιστάς τον έκανε να πολεμήσει και να χάσει τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδος. Τον θυμάμαι κάθε φορά που γράφω ονόματα νεκρών στα ψυχοχάρτια και γράφω μαζί με τους δικούς μου και το όνομά του, Γεώργιος, σαν να ήταν ο πατέρας μου.

Γυμνάσιον Δράμας, 1946-1952
Μετά τις επιτυχείς εξετάσεις στο Γυμνάσιο το φθινόπωρο του 1946 γίναμε πλέον μαθηταί, έτσι το λέγαμε τότε, του Γυμνασίου. Με τι φόβο και τι πάθος παρουσιάστηκα την πρώτη μέρα στον αγιασμό και κατόπιν στην αίθουσα που έγραφε Τάξη Γ΄, τμήμα 2ον. Πανέμορφο το κτίριο, διώροφο και καλλιμάρμαρο, σπάνιο στην κατασκευή του παραμένει μέχρι και σήμερα το διαμάντι της αρχιτεκτονικής στη Δράμα.
Μπαίνοντας από την κεντρική πύλη της αυλής, ένα δάσος από μικρά τότε πεύκα, δεξιά το εξαιρετικό σε τέχνη μπρούτζινο γλυπτό της μάνας που δείχνει στο παιδί της το σχολείο σαν να του μιλεί και να του λέγει: «εδώ πρέπει να φοιτήσεις, να μάθεις γράμματα, για να γίνεις άνθρωπος σωστός, χρήσιμος στον εαυτό σου και στην κοινωνία». Πιο πάνω η υπερυψωμένη αυλή με το διδακτήριο και πίσω από το Γυμνάσιο το Εθνικό Στάδιο της Δράμας. Κανένα άλλο κτίσμα, ούτε σπίτι ούτε αποθήκη δεν υπήρχε πιο πέρα. Χωράφια και περιβόλια με αμυγδαλιές απλώνονταν μέχρι τους πρόποδες του όρους Φαλακρού και τίποτε άλλο.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την πρώτη μέρα του αγιασμού. Παρατεταγμένες όλες οι μαθήτριες στην αυλή, μπροστά στην κεντρική είσοδο του Γυμνασίου με τις μπλε ποδιές, τα άσπρα γιακαδάκια και τις άσπρες κορδέλες στα μαλλιά μας μοιάζαμε με την ελληνική σημαία που κυμάτιζε στην αυλή του σχολείου. Ψηλά, πάνω από τη σκάλα όλοι οι καθηγηταί με τα κουστούμια τους, τις γραβάτες τους, και οι καθηγήτριες με ό, τι καλύτερο μπορούσαν να φορέσουν. Ούτε τζην ούτε γένεια ούτε σαγιονάρες ή τσόκαρα…
Η δεσποινίς Πολυζωίδου, η γυμνάστρια, φρόντισε ώστε η παράταξη των μαθητριών να είναι άψογη: Η μία τάξη δίπλα στην άλλη στις γραμμές και η μία μαθήτρια ακριβώς πίσω από την άλλη. «Ένα κεφάλι θα βλέπω», έλεγε κάθε φορά που μπαίναμε στη γραμμή. Στα δεξιά η Ογδόη τάξη με τις μεγάλες μαθήτριες, μετά η Εβδόμη, η Έκτη και τελευταίες οι πιο κάτω τάξεις. Είδα τον εαυτό μου σαν ένα αχυράκι στην τελευταία σειρά και σκέφτηκα πως είναι δυνατόν να βρεθώ κι εγώ κάποτε στη θέση των μεγάλων εκεί δεξιά. Αισθάνθηκα μια απογο-ήτευση και ένα δέος βλέποντας όλο αυτό το πλήθος των μαθητριών και των καθηγητών, ένα πλήθος άγνωστο για μένα ως τότε και μυστηριώδες. Η μόνη παρηγοριά μου οι τέσσερις άλλες συμμαθήτριές μου από το Καλαμπάκι που τις ένιωθα σαν αδελφές μου. Μπήκαμε στις αίθουσες, πήραμε το πρόγραμμα, μας υπέδειξαν και τα βιβλία που έπρεπε να αγοράσουμε. Κι έτσι πέρασε η πρώτη μέρα στο Γυμνάσιο.
Πρέπει να αναφερθώ στην αγορά των βιβλίων που χρησιμοποιούσα εγώ τουλάχιστον αλλά και άλλοι μαθητές και μαθήτριες της εποχής εκείνης. Αγόραζα μερικά από τα βιβλία που χρειαζόμουν καθημερινά άλλοτε από το βιβλιοπωλείο και άλλοτε από μαθήτριες προηγουμένων τάξεων που τα πουλούσαν σε πολύ χαμηλή τιμή, για ν’ αγοράσουν κι αυτές τα δικά τους, κι άλλα τα δανειζόμουν από τα κορίτσια της γειτονιάς, με την προϋπόθεση ότι θα τους έδινα κι εγώ κάποιο βιβλίο που δεν το είχαν. Μου έτυχε να χρησιμοποιήσω βιβλίο που το είχαν άλλες τρεις μαθήτριες πριν από μένα. Κάθε μια έγραφε το όνομά της επάνω και μετριούνταν εύκολα οι προκάτοχοι των παλαιών βιβλίων.
Είχαμε μάθει να θεωρούμε τα βιβλία σαν κάτι ιερό, σαν την Ιερά Σύνοψη π.χ. ή την Αγία Γραφή. Μόλις τα παίρναμε, καινούρια ή παλιά, θα τα ντύναμε με μπλε κόλλα, όπως και τα τετράδιά μας, και θα βάζαμε απ’ έξω την ετικέτα με το όνομά μας. Ποτέ δεν σχίζαμε βιβλίο στο τέλος των εξετάσεων, όπως κάνουν σήμερα τα παιδιά που τα παίρνουν δωρεάν και που νομίζουν ότι τους έκαναν κακό, γιατί κουράστηκαν ν’ ασχολούνται μ’ αυτά όλο το χρόνο. Οι βιβλιοθήκες και τα λογοτεχνικά βιβλία ήταν πράγματα άγνωστα σε μένα και οι γνώσεις μου περιορίζονταν μόνο στα εγχειρίδια του σχολείου, όπως Νεοελληνικά Αναγνώσματα, κείμενα αρχαία, ποιήματα, κείμενα λατινικών ή γαλλικών που κάναμε στο σχολείο. Τα περισσότερα παιδιά τότε είχαν τα ίδια προβλήματα με μένα, τουλάχιστον αυτά που είχαν έρθει από τα χωριά και οι γονείς τους ήταν αγρότες.
Τι να πρωτοθυμηθώ γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που πέρασα κατά τη διάρκεια της μαθητικής μου ζωής; Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι για να φοιτήσουμε στο Γυμνάσιο έπρεπε να ξενιτευτούμε μακριά από τα σπίτια μας κι από τα χωριά μας, μικρά παιδιά. Έπρεπε να ζούμε σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο, όχι σπίτι, και να ζούμε χωρίς επίβλεψη, χωρίς φαγητό, χωρίς ανέσεις, συνήθως στα πιο ανήλια και στα πιο ανθυγιεινά δωμάτια των σπιτιών δύο τρία παιδιά μαζί.
Θυμάμαι, το πρώτο δωμάτιο στο οποίο έμεινα ήταν τόσο ανήλιο και υγρό, με ταράτσα επάνω, που το πρωί σήκωνα τα μάτια μου να δω από πού έμπαινε το νερό και βρέχονταν τα σκεπάσματά μου. Ήταν υγρασία και όχι βροχή. Απ’ αυτό το σπίτι θυμάμαι και κάποια λεπτομέρεια που πρέπει να τη γράψω.
Στο διπλανό προσηλιακό δωμάτιο έμενε ένας δικηγόρος και στ’ άλλα δύο έμενε η νοικοκυρά με την κόρη της που ήταν κι αυτή μαθήτρια της Γ΄ Γυμνασίου, δηλαδή συμμαθήτριά μου. Ο καθηγητής των θρησκευτικών μας εδίδαξε τις Δέκα Εντολές και μας είπε να τις μάθουμε απ’ έξω, όπως ακριβώς τις έγραφε το βιβλίο, στα αρχαία: 1. Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονταί σοι Θεοί έτεροι πλην εμού κτλ κτλ. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα για να μπορέσω να μάθω τις Δέκα Εντολές. Κοιμόμουν λίγο, ξυπνούσα, χωρίς ωρολόγι δεν ήξερα τι ώρα είναι, έλεγα και ξανάλεγα τις εντολές και μάλιστα δυνατά, πάλι κοιμόμουν, πάλι ξυπνούσα και διάβαζα. Το πρωί τις είχα μάθει τόσο καλά, που τις θυμάμαι ακόμη. Ο δικηγόρος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη τη νύχτα από τις φωνές που άκουγε και το πρωί ρώτησε: «Ποια από τις δύο διάβαζε όλη τη νύχτα και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ; Εσύ Ποινούλα (1) ή εσύ Φούλα;» Η Ποινούλα έδειξε ότι αγρόν ηγόραζε όλη τη νύχτα γιατί εξεπλάγη, ενώ εγώ παραδέχτηκα ότι η ενόχληση προήλθε από μένα.
Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Σχεδόν όλες τις τάξεις τις πέρασα με τον ίδιο ρυθμό: Χωρίς ωρολόγι, άγχος όλη τα νύχτα μην ξημερώσει και δεν είμαι έτοιμη, η λάμπα πετρελαίου που ήταν δίπλα μου έκαιγε συνέχεια κι εγώ ξυπνούσα, διάβαζα, ξανακοιμόμουν μέχρι που ξημέρωνε και σηκωνόμουν.
Το φαγητό μας ήταν κι αυτό ένα μεγάλο πρόβλημα. Χωρίς κουζίνα, χωρίς φωτιά, ούτε ένα αυγό δεν μπορούσαμε να βράσουμε. Ελίτσες, σαρδελίτσες, χαλβά και ψωμί που μας έστελ-ναν απ’ το χωριό οι μανούλες μας αποτελούσαν την τροφή μας τα πρώτα χρόνια της μαθητικής μας ζωής. Πολλές φορές έφευγα απ’ το σχολείο το μεσημέρι, αφού έπινα δυο ωμά αυγά που μου έστελνε η μάνα μου απ’ το χωριό. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, μαγείρευα φασόλια ή πατάτες.
Η θέρμανση ήταν κι αυτή ανύπαρκτο αγαθό. Είχα συνηθίσει να διαβάζω ξαπλωμένη και σκεπασμένη, γι’ αυτό χάλασαν και τα μάτια μου.
Στο χωριό πήγαινα κάθε δεκαπέντε ημέρες, γιατί οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες τότε. Ο δρόμος ήταν χωραφόδρομος και το χειμώνα απροσπέλαστος. Τα δύο λεωφορεία που έκαναν το δρομολόγιο Δράμα – Καλαμπάκι, του Θύμιου (2) και του Αναγνωστάκη (3), άραζαν το χειμώνα στην πλατεία του χωριού. Τότε ένα ημιφορτηγό κατάλληλα διαμορφωμένο με πάγκους στο πίσω μέρος εκτελούσε τη συγκοινωνία. Οδηγός του δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του ο Λάζαρος (4), αλλά ο Μήτσος ο Σωφρονίδης, ο μετονομασθείς Μήτσος Μαύρος. Χρειάζονταν τόλμη και δύναμη για να διασχίσει κανείς εκείνη την εποχή την απόσταση από Καλαμπάκι μέχρι Δοξάτο, μέχρις ότου δηλαδή φτάσει στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο Δράμας – Καβάλας.
Όταν λοιπόν τύχαινε να είμαστε στο χωριό μας Σαββατοκύριακο και θέλαμε να προλά-βουμε να πάμε στο σχολείο τη Δευτέρα, μαρτυρούσαμε στο δρόμο, γιατί οι πελώριες λακούβες γέμιζαν νερό ή λάσπες κα οι ρόδες του αυτοκινήτου κολλούσαν. Ο οδηγός, αφού εξαντλούσε την υπομονή του προσπαθώντας να ξεκολλήσει το αυτοκίνητο, κατέβαινε κάτω, άνοιγε τις πόρτες της καρότσας και φώναζε: «Μάγκες, κατεβείτε να σπρώξετε». Κατεβαίναμε τότε όλοι, μαθητές και μαθήτριες, με βροχή, με χιόνι, με θύελλα, και σπρώχναμε, για να αποκολληθεί το αμάξι από τις λάσπες. Χαρές και γέλια τότε για το ξεκίνημα. Δεν προλαβαίναμε όμως να χαρούμε κι ακούγαμε πάλι το μούγκρισμα της μίζας και βλέπαμε πάλι τον Μήτσο τον Μαύρο ν’ ανοίγει τις πόρτες και να φωνάζει «μάγκες, κατεβείτε» κι αυτό γίνονταν αρκετές φορές μέχρι να φτάσουμε στο Δοξάτο.
Την άνοιξη κάναμε πολλές φορές περπατώντας τη διαδρομή Καλαμπάκι –Δράμα, γιατί δεν είχαμε τα 2 δραχμές για τα εισιτήριο. Η απόσταση αυτή είναι περίπου 15 χλμ. Ξεκινούσαμε πρωί πρωί και την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι ήμασταν στην αυλή του σχολείου που βρί-σκεται στο τέρμα της Δράμας. Ή ξεκινούσαμε μετά το μάθημα από το Γυμνάσιο και φτάναμε στο χωριό περπατώντας. Οι μαθητές των κοντινών χωριών, της Νέας Αμισού, του Μαυρόβατου και άλλων προαστίων, πηγαινοέρχονταν καθημερινώς στα χωριά τους πεζοί κι έλεγαν «το δικό μας χωριό είναι πολύ κοντά», γιατί απείχε μόνο 5 χλμ από την πόλη.
Θυμάμαι τώρα και μια περίπτωση που χρειάστηκε να πάω και να γυρίσω περπατώντας από το χωριό μου στη Δράμα. Ήταν Κατοχή, ήμουν μικρό κοριτσάκι και πήγαμε με τη μάνα μου στη Δράμα για να μου αγοράσει ένα ζευγάρι πέδιλα με ξύλινους πάτους. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, πήγαμε, ψωνίσαμε τα τσόκαρα και γυρίσαμε ως το μεσημέρι στο σπίτι, για να βάψουμε τα κόκκινα αυγά. Σήμερα οι μαθητές, για να πάνε στο ίδιο σχολείο από τα κέντρο της πόλης, παίρνουν αστικό λεωφορείο. Χαίρομαι που τα σημερινά παιδιά διαθέτουν σήμερα όλες τα ανέσεις και εύχομαι ποτέ πια να μην υποφέρουν τα ελληνόπουλα, όπως υποφέραμε κάποτε εμείς, τα παιδιά «του πολέμου και της Κατοχής», όπως μας αποκαλούσαν.
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα της κακοπέρασης και της άθλιας διαβίωσής μας. Θα μπορούσα να γράψω ατέλειωτες σελίδες για περιπτώσεις που εγώ τουλάχιστον πέρασα τόσο δύσκολα, που με κάνουν τώρα να αναρωτιέμαι πού εύρισκα τόσο κουράγιο και τόση θέληση να υποστώ όλα αυτά τα δεινά που υπέστην.
Αξέχαστη επίσης θα μου μείνει μια συζήτηση που έκανε μαζί μου ο Αναγνωστάκης, ηλικιωμένος τότε οδηγός του λεωφορείου, κάποια μέρα του Ιουλίου. Γύριζα από το Γυμνάσιο γεμάτη χαρά με το ενδεικτικό στο χέρι κι έφτασα στο πρακτορείο. Ο Αναγνωστάκης μου ζήτησε να δει το ενδεικτικό μου κι εγώ του το έδωσα. Διαβάζοντας στις πρώτες σειρές «Η μαθήτρια Στράντζαλη Γαρυφαλλιά του Σωτηρίου, πατρός ορφανή…», πριν προχωρήσει παρακάτω γύρισε και μου είπε: «Αυτό είναι που σε έσωσε, το ορφανή. Σε λυπήθηκαν οι καθηγητές και σε πέρασαν». Η κόρη του είχε μείνει δυο φορές στην ίδια τάξη και η κακία του εκδηλώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήμουν μικρό κορίτσι και δεν του απάντησα, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου απέναντί μου, που ήμουν ένα ορφανό παιδί από τα επτά μου χρόνια.
Ακούω πολλές φορές ανθρώπους της ηλικίας μου που λένε «αχ, να ξαναγινόμασταν πάλι παιδιά, να μην είμαστε γέροι κι ανήμποροι»και παραξενεύομαι. Ποτέ δε θά ’θελα να ξαναγίνω παιδί, να ξαναζήσω όσα έζησα και να φτάσω εδώ που είμαι. Εκτός αν μου ’δινε ο Θεός υπόσχεση ότι αυτή τη φορά θα γεννιόμουν από βασιλιάδες γονείς, για να μην υποφέρω στη ζωή μου. Αυτό όμως δεν γίνεται κι ας αρκεστούμε στη μία και μοναδική ζωή που ο Θεός μας χάρισε, αφού ο Θεός « τα πάντα εν σοφία εποίησεν».
1. Ποινούλα: υποκοριστικό του Δεσποινούλα
2. Μυλωνάς Θύμιος.
3. Αυγερινός Αναγνωστάκης.
4. Βασιλειάδης Λάζαρος ( από την οικογένεια που είναι γνωστή ως Ντόιτς).

ΠΗΓΗ: www.politismoskalabaki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: